ἀντεροχτύπημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντεροχτύπημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντεροχτύπημα τό, ἀμάρτ. ἀdεροχτύπημα Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄντερο καὶ χτύπημα.

Σημασιολογία

Τρόμος, φόβος, ἀγωνία. Συνών. ἀντεροχτύπησι, καρδιοχτύπι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/