γιˬατάκης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατάκης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬατάκης ὁ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) - Γ. Βλαχογιάνν., Κλέφτ. Μορ., 164 γιˬατά’ς Θεσσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Μακεδ (Βλάστ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Περίστ.) Πληθ. γιˬατάg’δις Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατάκι.
Σημασιολογία
Ὁ ὑποθάλπων καὶ τροφοδοτῶν τοὺς «κλέφτες» ἐπὶ Τουρκοκρατίας ἔνθ’ ἀν.: Ὁ καπετὰν Ἀναστάης τὸν εἶχε γιˬατά’ Θρᾴκ. (Τσακίλ.) β) Ὁ ὑποθάλπων τοὺς ληστὰς καὶ χρησιμεύων ὡς κλεπταποδόχος Θεσσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Τσακίλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βλάστ. κ.ἀ.) Πελοπν. Στερελλ. (Περίστ.): Νὰ πᾶτι στοὺ δεῖνα, αὐτὸς εἶνι γιˬατά’ς Περίστ. Συνών. γιˬατάκι 1γ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬατάκης Ἀθῆν. Κρήτ. (Ρέθυμν. Χαν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA