γαιˬτανάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬτανάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαιˬτανάκι τό, κοιν. γαιˬτανά’ βόρ. ἰδιώμ. γαιˬτανάτσι Μεγίστ. κ.ἀ. γατανάκι Κάρπ. κ.ἀ. δαχτανάκι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) βατανάκι Ρόδ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γαιˬτάνι διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸ ἢ λεπτὸ γαιˬτάνι κοιν.: ᾌσμ. Μήδε κιˬ ἀπ᾿ τὰ ροῦχα σου τὰ καθημερινά σου τὸ γατανάκι θέλω ᾿γὼ ποὺ ζώνεσαι ᾿ς τὴ μέση Κάρπ. Βατανάκιν μου πλεμένο, | ᾿ς τὴν ἀνέμη τυλιμένο Ρόδ. Συνών. γαιˬτανίτσα. 2) Χορὸς μετημφιεσμένων κατὰ τὰς Ἀπόκρεω, καθ᾽ ὃν οὗτοι κρατοῦντες ἰσαρίθμους πολυχρώμους ταινίας ἐξηρτημένας ἐκ τῆς κορυφῆς καθέτου κοντοῦ καὶ χορεύοντες περὶ αὐτὸν περιπλέκουν τεχνικῶς αὐτὰς ἐπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔπειτα δι’ ἀντιστρόφων κινήσεων ξεπλέκουν αὐτὰς κοιν. Συνών. γαιˬτάνι 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/