γιˬατακώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατακώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬατακώνω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσην.) γιˬατακώνου Λῆμν. γιˬατ-ακώνομαι Κῶς (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατάκι.

Σημασιολογία

1) Ἀποκλείω ζῷον τι εἰς τὴν φωλεάν του καὶ τὸ συλλαμβάνω Πελοπν. (Καλάβρ.): Τὸν ἐγιˬατάκωσα τὸ λαγό. β) Ἀμτβ. ἐπὶ ζῴου, καταφεύγω, κρύπτομαι εἰς τὴν φωλεάν μου Πελοπν. (Μεσσην.): Ἐγιˬατάκωσε ὁ λαγος Συνών. γιˬατακιάζω Α1γ. 2) Ἀσθενῶ, παραμένω εἰς τὴν κλίνην ἀσθενῆς Κῶς (Καρδάμ.): Γιˬατ-ακωμένος εἶναι ὁ πατέρας σου. Συνών κρεββατώνομαι. 3) Ἀμτβ. ἐπὶ ἀντικειμένου, προσαρμόζομαι καλῶς ἐντὸς ὀπῆς, στερεοῦμαι Λῆμν.: Τοὺ κριμαστάρ’ γιˬατακώ’ καλὰ ’ς τοὺ dουβάρ’. Πβ. γιˬατάκι 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/