ἀντέτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντέτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντέτι τό, σύνηθ. ἀντέτ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀdέτι Κρήτ κ.ἀ. ἀdέτ’ Ἴμβρ. Σάμ. Σαμοθρ. ἀτέτ-τιν Κύπρ. ἀτέτ-τι Μεγίστ. ἀτέτ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) ἀττ’ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἀραβοτουρκ. adet.
Σημασιολογία
Συνήθεια, ἔθος ἔνθ’ ἀν.: Τό ’χει ἀντέτι. ᾿Αντέτι τό ’χουμε ’ς τὸν τόπο μας σύνηθ. Ντ᾿ ἄκεμον ἀττ’ ἓεις! (τί κακὴ συνήθεια ἔχεις;) Χαλδ. || ᾊσμ. Δὲν τό ’χω ἀδέτι, Ἀμὲτ ἀγᾶ, νὰ δίδω τ’ ἄρματά μου καὶ ’κε͜ιά ’χω τὴν ὑπόληψι κιˬ ὅλη τὴν ἀdρειά μου Κρήτ. Κ᾿ ἰμεῖς ἀντέτ’ τό χουμ᾽ τρεῖς μποῦκκις ἡ νύφ’ νὰ φάγῃ Ἀδριανούπ. Συνών. συνήθε͜ιο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA