ἄντζα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄντζα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄντζα ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σούρμ κ.ἀ.) ἄτζα Βιθυν. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ζάκ. ᾿Ιθάκ. Ἰκαρ. Κάρπ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. Λέσβ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακεδ.<καὶ ἄντζα> Καλάβρυτ.) Σάμ. Σκῦρ. κ. ἀ. ἄτσα Κύπρ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ἄνζα Μακεδ. (Γκριντ) -Λεξ. Γαζ. (λ. κνήμη) ἄζα Κάρπ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν οὐσ. ἄντζα, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντζί, ὅπερ κατὰ Κ Ἄμαντ. ἐν Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 6 (1923) 112 ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντίον καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθην. 36 (1924) 185 ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντικνήμιον κατὰ σύντμησιν. Πβ. ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 5, νγ’, «ἀντικνήμιον, ἡ ἄντζα». Ὁ Δουκ. (λ. ἄντζα) συνάπτει πρὸς τὸ Γαλλ. anche. Ὁ GMeyer ἐν Indog. Forsch. 3 (1893) 63 καὶ ὁ JKalitsunakis Mittel.-Neugr. Erklär. 6 (15) ἀπὸ τοῦ ἀρχ. Γαλλ. hancle. Ὁ ΔΔάρβαρ. Γραμματ. ἁπλοελλην. 407 ἀπὸ τοῦ ἀρχ. οὐσ. *ἄγκη. Τὴν ἐτυμολογίαν ταύτην ἠσπάσθη καὶ ὁ Κορ. Ἄτ. 4, 21, ὅστις ὅμως ἐν ἐκδ. Ἡλιοδώρ. 2, 113 συνάπτει καὶ πρὸς τὸ ἐπίρρ. ἄντα. Ὁ JBoissonade ἐν ἐκδ. Ἡρωδιαν. Ἐπιμερισμ. 44 συνῆψε πρὸς τὴν πρόθ. ἀντί. Ὁ ΙΠανταζίδ. Λεξ. Ὁμηρ. (λ. κνήμη) συνάπτει πρὸς τὸ οὐσ. ἀντί. Ὁ ΙΒαλαβάν. ἐν Ἀρχ. Συλλόγ Κορ. 105 παράγει ἐκ τῆς ρίζης ἀγκ-Ὁ GMeyer ἐν Neugr. Stud. 4, 11 ἀπὸ τοῦ Ἰταλ. anca. Πβ. καὶ ΝΠολιτ Παροιμ. 3, 670. Ὁ AThumb German. Elem. Neugr. ἐν German. Abhandl. 232 συνάπτει πρὸς τὸ Ρωμαν. καὶ δημῶδ. Λατιν. ancia Ὁ ΦΚουκουλ. ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 33 κἑξ. καὶ Ἀθηνᾷ 35 (1923) 198 κἑξ. ἀπὸ τοῦ Λατιν. anta. Καὶ ὁ τύπ. ἄνζα μεσν. Διὰ τὸ ἄντζα -ἄτσα ἰδ. ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 46. Διὰ τοὺς τύπ. ἄντζα -ἄζα πβ. νεραντζεˬὰ-νεραζεˬά, μπρούντζινος-μπρούζενος κττ. Διὰ τὸ ἄτσα>ἄζα πβ. λούτσα-λούζα κττ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀπὸ τῶν γονάτων μέχρι τῶν ἀστραγάλων μέρος, ἡ κνήμη σύνηθ.: Ἐφάνηκεν ἡ ἄντζα της. Αὐτὴ ἔχει ὡραῖες ἄντζες σύνηθ. Σήκωσες τὸ σκ’φούνι σου τσαὶ φαίνεται ἡ ἄτζα σου Σκῦρ. Βγάζ’ τοὺ σπαθί τ’ κὶ κόφτ’ ἀπ’ τοὺ πουδάρ’ τ’ τὴν μιάναν τὴν ἄντζα Ἀδριανούπ. || Παροιμ. Τοὺν ἔ᾽ διμένου ’ς τ’ν ἄτζα τ’ (τὸν ἔχει ὑποχείριον) Λέσβ. || ᾎσμ. Ἀγάπησα μιˬὰ Γύφτισσα ποῦ ᾽χε τὲς ἄντζες μαῦρες Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. πβ. Σχολ. Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 784 «κνήμη δὲ ἡ λεγομένη ἄντζα». β) Τὸ ἄνω τμῆμα τῆς περικνημἰδος ἣ ὑποδήματος τὸ καλύπτον μέρος τῆς κνήμης Κρήτ. Ρόδ. Σύμ. Χίος: Παροιμ. Ηὗραν κ’ οἱ ἀξυπόλυτοι παπούτσιˬα μὲ τοῖς ἄτσες (ἐπὶ τῶν παρὰ προσδοκίαν πλουτησάντων) Ρόδ. Ηὗραν οἴ ἄπλυτοι νερὸ κ’ οἱ ἄλουστοι σαπούνι, ηὗραν κ᾿ οἱ ἀξυπόλυτοι καλίκιˬα μὲ τοὶς ἄτσες (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σύμ. Συνών. καλάμι. γ) Τὸ δέρμα τὸ καλύπτον τὴν κνήμην τοῦ ζῴου Μακεδ. (Καστορ.): Ἄντζα γιˬά γουναρικό. 2) Τὸ ὄπισθεν τοῦ ὀστοῦ τῆς κνήμης σαρκῶδες μέρος, ἡ γαστροκνημία σύνηθ.: Τί παχε͜ιὲς ἄντζες ποῦ ἔχει αὐτὴ ἡ γυναῖκα! σύνηθ. Εἶδες, πῶς ἐχοdρύνανε οἱ ἄτζες της; Ἰθάκ. Ἅμα τό ’φαϊ ἀγγαστρώθ’κι ᾽ς τὴν ἄνζα, πόνους δὲν εἶχι, ἀλλὰ δυσκουλεύουνταν, γιˬατ᾿ ἡ ἄνζα τ’ ἦταν φουσκωμέ’ πουλὺ (ἐκ παραμυθ.) Μακεδ. (Γκριντ) || ᾎσμ. Ἄντζα ἦταν ἡ μάννα μου καὶ βάτος ἡ μαμμή μου (ἐκ παραμυθ. περὶ γεννήσεως ἐκ τῆς κνήμης κεντηθείσης ὑπὸ βάτου) Ζάκ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Εὐστάθ. Ἰλ. 1061, 41 «μυὼν ἡ γαστροκνημία ἐστίν, ἣν ἡ τῶν πολλῶν γλῶσσα ἄνζαν φησί». Συνών. ἀγκούλα 4. β) Ὁ ἀστράγαλος Σύμ. γ) Ὁ Ἀχίλλειος τένων Κύπρ. δ) Ἡ πτέρνα Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ.: Ἡ ἄτσα μου μὲ πονεῖ Νίσυρ. || Παροιμ. Ἡ μάννα τὴν καρδιˬὰ πονεῖ κ’ ἡ ἀδελφὴ τὴν ἄτσα (περὶ διαφορᾶς μητρικῆς στοργῆς καὶ ἀδελφικῆς ἀγάπης) αὐτόθ. ε) Τὸ πέλμα τοῦ ποδὸς Ρόδ.: Τὴν ἄτσα τοῦ Διενῆ ἔχει! 3) Μηρὸς (ἡ σημ. ἐκ τῆς γαστροκνημίας) Κύπρ. Συνών. χοιρομέρι. 4) Τὸ σκέλος, ὁ ποὺς ὁλόκληρος Κύπρ. Νίσυρ. Ρόδ. Σύμ.: Οἱ νεράιδες ἔχουν ἄτσες σὰν τοῦ γαδάρου Σύμ. Ὁ γέρημος ὁ γάδαρος ἔπ-πεσεν χαμαί, ἅπλωσεν τὲς ἄτσες του τ’ ’ὲν ἐτάρασ-σεν Κύπρ. || Φρ. Ἐκόπησαν οἱ ἄτσες μου! (ἐπὶ μεγάλου καμάτου) αὐτόθ. 5) Τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ γόνατος, τὸ ὑπὸ τὸ γόνυ μέρος, ἰγνύα Ἤπ. (Δρόβιαν.) Κάρπ. Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Παρνασσ.): Μὶ πονοῦν κ’ οἱ δύου μ᾿ οἱ ἄντζις μ᾿ Αἰτωλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Εὐστάθ. Ἰλ. 1326, 51. «κώληπα δὲ λέγει τὴν ἀγκύλην κατὰ τοὺς παλαιούς,τὴν περὶ τὰς ἰγνύας, ἥν τινες ἄνταν ἢ ἄνζαν φασί». Συνών. ἀντζακλεῖδα 2, ἀντζακλείδι. 6) Ὁ βραχυόνιος μῦς Θρᾴκ. (Κομοτ.) Συνών. ποντίκι, ποντικός. 7) Ἀγκών, ὠλέκρανον Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σούρμ.): ᾿Εντῶκεν μὲ τὴν ἄντζαν ἀτ’ ἀπέσ’ ’ς σὴν κοιλία μ’ (ἐκτύπησε μὲ τὸν ἀγκῶνα του ’ς τὴν κοιλία μου) Ὄφ. Συνών. ἀγκῶνας 1. Πβ. ἀντζί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/