γαιˬτανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬτανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαιˬτανίζω Κρήτ. - Δασκαλογιάνν. Τραγούδ. στ. 913.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬτάνι.
Σημασιολογία
Σχηματίζω εἰς κύκλους, ἐπὶ χοροῦ (καθὼς τὰ κυκλικὰ ποικίλματα τὰ ὁποῖα γίνονται μὲ τὸ γαϊτάνι): Ποίημ. Δὲ βλέπω νεˬοὺς μὲ τ’ ἄρματα ἀσημοκουκ’λλωμένους, ψηλοὺς καὶ λυγνομέσηδες σὰν βιˬόλες στολισμένους νά γατανίζου dὸ χορό, νὰ λέσι μαdινάδες Δασκαλογιάνν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA