γιˬατρεμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρεμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬατρεμὸς ὁ, σύνηθ γιˬατριμὸς βόρ. ἰδιώμ. γιˬατρεμμὸς Χίος (Φυτ.) διˬατρεμὸς Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬατρεύω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ διˬατρεύω. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Γιˬατρειὰ 1, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: Ὅλοι οἱ γιˬατροὶ τὸν εἴδανε καὶ γιˬατρεμὸ δὲν ἔχει σύνηθ. Τὸν εἴδανε πολλοὶ γιˬατροὶ καὶ εἴπανε πὼς δὲν ἔχει γιˬατρεμό, πὼς θὰ πεθάνῃ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἕνα τέτο͜ιου σπυρὶ δὲν ἔχ᾽ γιˬατριμὸ Λέσβ. (Πάμφιλ.) Δὲν ἔ’ πιˬὰ γιˬατριμοὺς αὐτὸ τοὺ χέρ’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Φίβγα, νὰ φίβγουμι, ἀδιρφε’, αὐτὴ τρύπ’σι κι ἀπ’ ἀλλοῦ, γιˬατριμὸ δὲν ἔχει (ἐκ διηγ.) Μακεδ. (Καστορ) || ᾌσμ. Λαβώσαν τὴ Γιˬαννάκαινα ’ς τὸ χέρι καὶ ’ς τὸ πόδι, καί μπαινοβγαίνουν οἱ γιˬατροὶ καὶ γιˬατρεμοὺς δὲν ἔχει Πελοπν. (Βασαρ.) Γιατροὶ νὰ τὸγ-γιˬατρεύγουσι τσαὶ γιˬατρεμὸμ-μὴν ἔῃ! Μεγίστ. β) Ἴασις ψυχικοῦ πάθους, παρηγορία θλίψεως σύνηθ.: Ὁ πόνος μου δὲν ἔχει γιˬατρεμὸ Σίφν. || ᾎσμ. Σῦρε, παιδί μου, ’ς τὸ καλό, καὶ σὺ ἀρρωστιˬὰ δὲν ἔχεις, μιˬὰ κόρη σὲ βαλάdωσε, καὶ γιˬατρεμὸ δὲν ἔχεις Λευκ. || Ποίημ. ...Ὅλ’ οἱ γιατροὶ τὸ λένε πὼς ἔχει πάθος τῆς καρδιˬᾶς καὶ γιˬατρεμοὺς δὲν ἔχει Σ. Περεσιάδ., Ἐσμέ, 22. 2) Γιˬατρειὰ 2, τὸ ὁπ. βλ., σύνηθ.: ᾌσμ. Μπαίνουν καὶ βγαίνουν οἱ γιˬατροὶ καὶ γιˬατρεμὸ δὲ βρίσκουν Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Τὸν παραστέκουν οἱ γιˬατροὶ καὶ γιˬατρεμὸ δὲ βρίσκουν Πελοπν. (Βούρβουρ.) Καὶ τὸ γυˬαλὶν ὡσὰ ραγῇ, πιˬὸ διˬατρεμὸ δὲν ἔχει Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA