γιˬατρεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬατρεύω κοιν. γιˬατρεύου βόρ. ἰδιώμ. γιˬατρεύγω Ἄνδρ. Θήρ. Κάρπ. Κρήτ Κύπρ. Κῶς Λέρ. Μέγαρ. Μεγίστ Χίος κ.ἀ. γιˬατρεύγου Εὔβ. (Βρύσ. Κονίστρ. Κουρ Ὀξύλιθ. κ.ἀ.) Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬατρεύgω Κύπρ. Κῶς γιˬατρεύκω Κύπρ. γιˬατρέβκω Κύπρ. γιˬατρέgουω Καλαβρ. (Μπόβ.) γιˬατρέggω Καλαβρ. (Μπόβ.) γιˬατεεύου Σαμοθρ. γιˬατιεύου Σαμοθρ. διˬατρεύγω Κάρπ. Κάσ. δτρεύω Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) γιˬατρεύω ’μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬατρεύγω’μα Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬατρέγγουρ ἔνι Τσακων. (Πραστ.) Μετοχ. γιˬατρευτὲ Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γιˬατρεύω, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. ἰˬατρεύω. Βλ. Γαδάρ. διήγ. στ. 205 (ἔκδ. Wagner σ. 130). Ὁ τύπ. γιˬατρεύγω καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) Α 138,1744, Γ. 1632. Περὶ τοῦ τύπ. γιˬατεεύου βλ. ἀφιέρ. εἰς Χατζιδ., 95. Ἐκ τούτου ὁ τύπ. γιˬατιεύου δι᾽ ἀνομ.
Σημασιολογία
1) Θεραπεύω, ἰῶμαι κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἴμερ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ. κ.ἀ.) Πήγαινε ’ς τὸ γιˬατρὸ νὰ σὲ γιˬατρέψῃ. Ξέρει καὶ γιˬατρεύει τὸν πονόματο Ἡ πενικιλλίνη γιατρεύει πολλὲς ἀρρώστιˬες κοιν. Ἔκανα καὶ τὴ γιˬάτρισσα ᾿ς τὸ χωριό, γιˬάτρευα τὴ χρυσῆ Πελοπν. (Δίβρ.) Ἐπῆραν τους ’ς τὸ σπίτιν, τοὺς ἐγιˬατρέψασιν ταὶ τοὺς ἐτοιμίσασιν Χίος (Πισπιλ.) Πῆι ’ς ἔνα ψιφτουγιˬατρὸ κὶ πιρίμινι νὰ dοὺν γιατρέ’ Εὔβ. (ᾌκρ.) Ἔ’ γιˬατρέ’ κόσμου κὶ κουσμά’ αὐτόθ. Εὖτὸς γιατρὸς εἶναιν gαλός, γιατρεύgει γιˬ-οὕλ-λους τοὺς ἀρρώστους Κῶς Ἔχω γιατρεμένους ἀμέτρητοι Σῦρ. Τό ᾽ραψαν τοὺ πιδὶ κὶ μὶ κιρὸν γιˬατρεύ’κιν (= ἐθεραπεύθη) Μακεδ. (Βελβ.) Τὴ χρυσαφίδα τὴν ἠγιατρεύγανε ’ς τὰ λιέματα τοῦ φεγγαριοῦ (χρυσαφίδα = ἴκτερος, λιέματα = λιγέματα = περίοδος τῆς λειψοφώτου σελήνης) Εὔβ. (Στρόπον.) ’Èν ἐμbοροῦσαν οἱ ζατροὶ νὰ τὸγ-γιˬατρέψου Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ἡ θειὰ-Σταμάτω ἡ Κοσσυφῖνα ἤτανε πραχτικὴ γιˬάτρισσα καὶ γιˬάτρευε καὶ τὸ κακὸ σπυρὶ ἀκόμα (κακὸ σπυρὶ = ὁ ἄνθραξ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Μὶ γιˬάτριψι οὑ βλάχους τοὺ πουδάρι μ᾿ Στερελλ. (Ἀχυρ.) ἔκι ἔχου γιˬατρευτὲ μὲ ’άι (τὸν εἶχα θεραπεύσει μὲ λάδι) Τσακων. Νὰ μή ζάῃ ἄρρωστε, νὰ ζάῃ γιˬατρευτὲ πλέα στραγιˬώτα (νὰ μὴ πάῃ ἄρρωστος, νὰ πάῃ πλέον ὑγιής εἰς τὸν στρατὸν) αὐτόθ. Τοὺ κάψ’μου γιˬατρεύιτι μὶ τ᾿χουρα’φὴ (= χωρυγαλοιφὴ = ἀσβεσταλοιφὴ) Εὔβ.(Στρόπον.) Ἅι-Πανdελέμονα, διˬατρὲ τοῦ κόσμου, ἁποὺ διˬατρεύγεις τὶς καρδιὲς τσαὶ διασκορπᾷς τοὺς πόνους, διˬάτρεψε τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ (ἐξ ἐπῳδ.) Κάσ. Μὶ φράψου ποὺ τοὺ ζ’ματᾶμ’ γιˬατρεύουμι τὰ ’κουσκισμένα τὰ πράτα (φράψος = τὸ δένδρο μελία, ζ’ματᾶμι = ζεματᾶμε = βράζομε, λ’κουσκισμένα πράτα = τὰ τραυματισμένα πρόβατα ἀπὸ λύκους) Θεσσ. (Σταγιᾶδ.) Τὸ παιὶν εἶμ’-ματ-τιˬασμένον ταὶ πρέπει νὰ γιˬατρευτῇ Χίος Ξεζ-ζευgαρώθητσεν ὁ κακόμοιτσος γιˬὰ νὰ πάῃ νὰ γιατρέψῃ τὸ παιίν dου (ξεζ-ζευςαρώθητσεν = ἐπώλησε τὰ βόδια του, κακόμοιτσος = κακόμοιρος) Κῶς (Καρδάμ.) || Παροιμ. Βάθρακας ξικοιλιˬασμένους ἄλλου βάθρακα γιˬατρεύει (ἐπὶ τῶν βοηθούντων ἄλλους παρὰ τὴν ἰδικήν των ἀνάγκην καὶ ἀδυναμίαν) Θεσσ. Ἄν εἶεν ὁ λύκος γιˬατρειάν, ἐγιˬάτρευκεν τόλ-λύκον του (ἐπὶ τῶν ὑποσχομένων βοήθειαν εἰς ἄλλους, ἐνῷ αὐτοὶ εἶναι ἀνίσχυροι. Πβ. τὴν ἀρχ. «ὁ τῶν ἄλλων ἰατρὸς ἔλκεσι βρύων») Κύπρ. Σώπα παραπονιˬάρικο κιˬ ὁ κόσμος δὲν ἐχάθη καὶ μὲ τὰ βότανα τῆς γῆς γιˬατρεύονται τὰ πάθη (ἐπὶ τῶν συμβουλευόντων ὑπομονήν) Ἀθῆν. Κρυμμένους γιˬαρᾶς δὲ γιˬατρεύιτι (ἐπὶ τῶν ἀποκρυπτόντων τὰς ἑαυτῶν ἀδυναμίας ἢ καὶ ἀσθενείας) Μακεδ. (Κολινδρ.) Τὰ γιˬάτρεψ’ ἀπ’ τὴν κόρυζα νὰ μοῦ τὰ φάῃ τ᾽ ἀλοὔπι (κόρυζα = ἀσθένεια τῶν πουλλερικῶν, ἀλούπι = ἀλεποῦ· ἐπὶ τῶν ματαίως κοπιώντων) Ἰόνιοι Νῆσ. Οὔτε γιˬατροὶ γιˬατρεύγουνε οὔτε ἅγιˬοι βοῃθοῦνε (ἐπὶ καταστάσεων αἱ ὁποῖαι δὲν ἐπιδέχονται καμμίαν θεραπείαν) Εὔβ. (Βρύσ.) Ἀν ἤξερ’ ὁ κασσίδης, θὰ γιˬάτρευε τὴν κασσίδα του (ἐπὶ ἀλαζόνος καὶ ὐποκριτοῦ) Πελοπν. (Γορτυν.) Ὁ σκύλλος ὅταν λαβώνεται, μὲ τὴ γλῶσσα του γιˬατρεύεται! (ἐπὶ τῶν δι’ ἰδίων μέσων βοηθούντων ἑαυτοὺς) Πελοπν. (Πάτρ.) || Ἄσμ. ’Σ τοῦ Χάρου τὶς λαβωματιˬὲς βότανα ’ὲχ-χωροῦνε μηδὲ γιατροὶ γιˬατρεύγουνε μηδ’ ἅγιοι βοῃθοῦνε (μοιρολ.) Εὔβ. (Κουρ.) Ἡ ἀgινάρα ’ς τὸ χωριˬὸ βραστή, λεμόνι, λάδι, καὶ νὰ πονῇ τὸ σ᾿κώτι σου, γιˬατρεύγεται τὸ βράδυ Κρήτ. Πολλὲς πληγὲς ἠγιˬάτρεψα κ’ ἤβαλα καὶ βοτάνι, μ-μὰ ἡ δική σου ἡ πληγὴ δὲν εἶναι γιˬὰ νὰ γιˬάνῃ Κῶς (Κέφαλ) Βουργὰ γιατρὸ νὰ φέριτι, γιˬατρὸ νὰ μὶ γιˬατρέψῃ (βουργὰ = γοργά, σύντομα) Μακεδ. (Πεντάπολ) Κὶ πο͜ιὸς θὰ φάῃ νὰ γιˬατριφτῇ κὶ πο͜ιὸς θὰ φάῃ νὰ γιˬάνῃ; Ἤπ. (Λάκκα Σούλ.) Πόνος ποὺ δὲ γιˬατρεύεται γιˬατροὶ δὲ dὸ bερνᾶνε (δὲ dὸ bερνᾶνε = δὲν ἠμποροῦν νὰ τὸν θεραπεύσουν ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) Τόσοι γιˬατροὶ μέσ᾽ ᾿ς τὸ dουνιˬᾶ, τόσοι καθηγητάδες κανένας δὲν εὑρέθηκε καρκίνο νὰ γιˬατρέψῃ (μοιρολ.) αὐτόθ. Συνών γερεύω, γιˬαίνω, γιˬανίσκω, κάνω καλά. β) Ἀνακουφίζω καὶ ψυχικῶς, παρηγορῶ σύνηθ.: Πέθανε ἡ γυναῖκα του καὶ τοῦ ἄφησε μεγάλον πόνο ’ς τὴν καρδιά· πο͜ιὸς θὰ τοῦ τὸν γιˬατρέψῃ; σύνήθ. Τοὺν ἄφ’σι ἡ ἀρριβουνιαστ’κιˬά τ’, κὶ τούτ᾿ ἀγουνίζιτι νὰ τοὺν γιˬατρέψ’ Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἔλα κάτσε κουνdά μου, νὰ μοῦ διˬατρέψῃς τὴν gαρδιὰ Κάσ. || ᾌσμ. Ἐφτὰ γιˬατροὶ βασιλικοὶ γιˬατρεύουν ἕνα bόνο, κ’ ἐσὺ μ’ ἕνα σου ξάνοισμα τόνε γιˬατρεύγεις μόνο Κρήτ. Σὰν ἔχῃς πόνο ’ς τὴν gαρδιά, ἄμε νὰ τόνε γιˬάνῃς, νὰ βρῇς διˬατρὸ νὰ διˬατρευτῇς, νὰ ζιˬῇς, νὰ μήπ-πεθάνῃς Κάρπ. γ) Ἱκανοποιῶ τὰς ἀνάγκας τινὸς Στερελλ. (Αἰτωλ): Πο͜ιός θὰ φάῃ, πο͜ιός θὰ γιˬατριφτῇ ἀπ’ αὐτό | (ἐπὶ φαγήτοῦ ἀνεπαρκοῦς διὰ τὰ ἄτομα διὰ τὰ ὁποῖα προορίζεται). 2) Παρέχω τὰς φροντίδας μου εἰς ἀσθενῆ, νοσήλεύω σύνηθ.: Εἶναι ἄρρωστος καὶ τὸν γιˬατρεύει ἡ γυναῖκα του. Ἔπεσε ’ς τὸ κρεββάτι καὶ τὸν ἐγιˬάτρευε ἡ ἀδελφή του πολλαχ. 3) Μετοχ. γιˬατρεμένος, ὁ διὰ χήμικῶν φαρμάκων διωρθωμένος, νοθευμένος, ἐπὶ οἴνου Λέσβ. (Πάμφιλ. κ.ἀ.): Πίνουμι γιˬατριμένου κρασί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA