βαβουλᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαβουλᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαβουλᾶτος ἐπίθ. (ΙΙ) Κύθν. Νάξ. Σίφν. Σύμ. Φολέγ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βαβούλι (ΙΙ) καὶ τῆς καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ὅμοιος πρὸς βαβούλι, ἤτοι τὸν κάλυκα τοῦ βάμβακος ἔνθ’ ἀν.: Σῦκο βαβουλᾶτο ἢ ἁπλῶς βαβουλᾶτο. Συνών. ἀσπροβασίλικο, βαβουλόσυκο. 2) Θηλ. βαβουλάτη οὐσ., συκῆ παράγουσα τὰ βαβουλᾶτα σῦκα Σίφν. Συνών. βαβουλοσυκεˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/