βαβουλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαβουλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαβουλεˬὰ ἡ, άμάρτ. βαβιλεˬὰ Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαβούλα (ΙΙ) παρ’ ὃ καὶ βαβίλα, καὶ τῆς καταλ. –εˬά.
Σημασιολογία
Συκῆ παράγουσα ὀψίμως μικρὰ καὶ μαῦρα σῦκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA