ἀντζᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντζᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντζᾶτος ἐπίθ. Πελοπν. (Δημητσάν. Λακων. κ. ἀ.) -Λεξ. Αἶν.-ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 127 ἀτζᾶτος Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακεδ. Μάν.) ἀτσᾶτος Κάρπ. Σίφν. Τῆλ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀντζᾶτος, ὃ ἐκ τοῦ οὐσ. ἄντζα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων κνήμας ἰσχυρᾶς καὶ παχείας ἔνθ’ ἀν.: Ἀντζᾶτες κόρες ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. || Γνωμ. Δὲ χορεύει ὁ ἀτζᾶτος κι ὁ bρατσᾶτος, μόν’ ὁ κιˬοῦλος ὁ χορτᾶτος (μόνον ὁ εὔπορος δύναται νὰ ἔχῃ εὐθυμίαν, bρατσᾶτος=ὁ ἔχων ἰσχυροὺς βραχίονας, κιˬοῦλος=κοιλία) Μάν. || Αἴνιγμ. Πετεινὸς ἀτζᾶτος | καὶ μακρὺς καὶ ποδαρᾶτος σύρνει, κρίνει | ὅλη τὴ δικαιοσύνη (ὁ στατὴρ) Κρήτ. κ.ἀ. 2) Μεταφ. ἰσχυρὸς καὶ ζωηρὸς Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακεδ.) -Λεξ. Αἰν.: Φρ. Ἀτζᾶτος καὶ φρατσᾶτος (ἐπὶ τοῦ ἰσχυροῦ καὶ ἁδροῦ σωματικῶς) Λακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA