γιˬατρικούλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατρικούλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬατρικούλι τό, πολλαχ. γιˬατρικού’ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γιˬατρικό.

Σημασιολογία

Εὔκολον ἢ εὐθηνὸν φάρμακον, συνήθως τῆς πρακτικῆς ἰατρικῆς πολλαχ: Οὕλου μὶ κάτ’ γιˬατρικούλια πουλιμάει νὰ dοὺν γιˬατρέ’ Ἄκρ. β) Θωπευτ., τὸ φάρμακον πολλαχ.: Θὰ σοῦ δώσω ἕνα γιˬατρικούλι, ποὺ θὰ σὲ κάμῃ ξεφτέρι (= ὑγιέστατον) πολλαχ. Θὰ ἠθέλαμε ἕνα γιˬατρικούλι νὰ τὴν κάνῃ καλὰ Ν. Ἑστ. 19 (1936), 844.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/