γαιˬτανώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαιˬτανώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαιˬτανώνω πολλαχ. γαιˬτανώνου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαιˬτνώνω Πόντ. (Κερασ. Σταυρ.) Μετοχ. καιˬτανωμένος Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαιˬτάνι.
Σημασιολογία
1) Ποικίλλω, κοσμῶ ἔνδυμα ἢ ἄλλο τι μὲ γαιˬτάνι πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σταυρ. Τραπ.): Γαιˬτανώνω τὸ φουστάνι. Μετοχ. καιˬτανωμένος ὡς ἐπιθετικὸς προσδιορισμὸς ἀετοῦ ἄνευ ὡρισμένης σημασίας ἐν ᾄσμ. Τρεῖσοι ἀεˬτοί, τρεῖσοι ἀεˬτοί, τρεῖσοι καιˬτανωμένοι, ἔγκαν φαεῖν, ἔγκαν ποτήν, κάθουν καὶ τρών καὶ πίν’νε Πόντ. (Τραπ.) β) Παθ. πλαισιώνομαι Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σκῦρ. κ.ἀ.: ᾎσμ. ᾿Αφόντες ἐχτίστ’ ὁ οὐρανὸς τσ᾽ ἐθεμελιˬώθη ὁ κόσμος τσ᾽ ἐγαιˬτανώθη ἡ θάλασσα τριγῦρο μὲ τὴν ἄμμο, τότε ἀγάπα ὁ νεˬὸς τὴ νεˬὰ τσ᾿ ἡ μάννα του δὲ θέλει Σκῦρ. 2) Μεταφ. πείθω, καταφέρω τινὰ νὰ κάμῃ τι πρὸς τὸ συμφέρον μου Σάμ.: Κοίταξι νὰ τούν γαιˬτανώσῃς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA