γιˬατροκομῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατροκομῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬατροκομῶ ἐνιαχ γιˬατρουκουμάου Θεσσ. (Καρδίτσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν Ναυπακτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -κομῶ, ἀποσπασθείσης ἐξ ἀναλόγων ρημάτων, ὡς γεροκομῶ κ.τ.τ.
Σημασιολογία
Θεραπεὐω ἄνθρωπον ἢ ζῷον διὰ πρακτικῶν συνήθως μέσων, ἀλλὰ καὶ δι᾽ ἐπιστημονικῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Σήκου τώρα, δε μπουρῶ νὰ σὶ γιˬατρουκουμήσου ἄλλου Γραν. Ἀρρωστ᾿σι ἡ παππαδό’φ’ κὶ πᾶνι νὰ φέρ᾿νι τοὺν παππᾶ νὰ τ’ γιˬατρουκουμήσ’ μὶ τὰ πραχτικὰ π’ ξιˬέρ’ Αἰτωλ. Μ’ ἀ’φὴ ἀποὺ γουρνόγνα τα γιˬατρουκουμᾶνι τὰ γιλάδιˬα (ἀ’ φη = ἀλοιφὴ = λίπος, γουρνογ’να = γουρουνόγλινα = χοίρειον λίπος) Ναυπακτ. || ᾌσμ. Πικρό, Γιˬάννη μ᾽, τοὺ λάβουμα, φαρμά’ εἶνι τοὺ βόλι, νὰ πάου νὰ φέρου τοὺ γιˬατρὸ νὰ σὶ γιˬατρουκουμήσου Καρδίτσ. Ἐσεῖς βουνὰ ’ποῦ τ’ Ἄγραφα, βουνὰ τ᾿ Ἀσπροποτάμου, τὰ χιόνιˬα μὴ τὰ λει͜ώσιτι, ὅσου νὰ ’ρθοῦν κὶ τ’ ἄλλα, γιˬατ’ εἶν᾿ οὑ Τσέλιˬους ἄρρουστους βαριˬὰ γιˬὰ νὰ πιθάνῃ, κὶ τοὺς γιˬατροὺς ἐκάλισαν νὰ τοὺν γιˬατρουκουμήσουν αὐτόθ. Συνών. γιˬατρικουλεύω, γιˬατρολογῶ, γιˬατροπορεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA