ἀρχικλέφτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχικλέφτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρχικλέφτης ὁ, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχι- καὶ τοῦ οὐσ. κλέφτης.
Σημασιολογία
Ἀρχικλέφταρος 2, ὃ ἰδ.: Μᾶς διασκέδαζε ἀρκετά, ὅταν μᾶς συμβούλευε νὰ γίνουμε ἀρχικλέφτες, ἄν θέλουμε νὰ πεθάνουμε μιˬὰ φορὰ ΔΒουτυρ. Ἐπαναστ. ζῴων 121.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA