γαλάδερφος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλάδερφος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαλάδερφος ὁ, Ἤπ. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 412 γαλάδιρφους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ ἀδερφός.
Σημασιολογία
Ὁ υἱὸς τῆς τροφοῦ ἐν σχέσει πρὸς τὸ ὑπ' αὐτῆς γαλουχηθὲν ξένον βρέφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA