ἀντζουλοβάριν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντζουλοβάριν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντζουλοβάριν τό, Κύπρ. ἀντζουλουβάριν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Συνήθως ἐν τῷ πληθ., χάνδραι καὶ ἄλλα κοσμήματα χρησιμοποιούμενα πρὸς κατασκευὴν περιδεραίων: ᾊσμ. Τὰ σίερα τ’ ἡ φυλακὴ ἔν’ γιˬὰ τὰ παλ-ληκάρκα, ἁποὺ φιλοῦν ἄσπρον λαιμὸν πὄν’ μὲ τ᾿ ἀντζουλουβάρκα (πὄν’=ποῦ εἶναι) Ἀντζουλουβάριν νὰ γενῶ | ’ς τὸν καφουρένον σον λαιμόν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/