ἀντζωνάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντζωνάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντζωνάρι τό, ’τσουνάριν Κύπρ. ’τσουνάρι Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀντζώνι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ποὺς Κάλυμν. 2) Τὸ μέρος τοῦ ποδὸς ἐσφαγμένου ζῴου, ὅθεν κρεμοῦν τοῦτο Κύπρ.: Παροιμ. φρ. Κάθε ἀρνὶν ’ποὺ τὸ ’τσουνάριν του ’εν-νὰ κρεμ-μαστῇ (τὴν πεπρωμένην μοῖραν οὐδεὶς δύναται νὰ διαφύγῃ) Κύπρ. Κάθε χτηνὸν ’ποῦ τὸ ’τσουνάριν του κρέμ-μεται (ἕκαστος θὰ κριθῇ κατὰ τὰς πράξεις αὐτοῦ) αὐτόθ. Συνών. ἀντζίποδας 5. 3) Πτέρνα ποδὸς Κάλυμν.: Φρ. ’Τσουνάρζα ποῦ νὰ τὰ φάῃ τὸ σάπημα! (εἴθε νὰ σαπήσουν! Ἀρὰ). Συνών. ἄντζα 2δ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA