γαλαζοντυμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλαζοντυμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλαζοντυμένος ἐπίθ. ΑΚαρκαβίτσ. Λόγ. πλώρ. 20.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλάζιˬος καὶ τοῦ ντυμένος μετοχ. τοῦ ρ. ντύνω.

Σημασιολογία

Ὁ φέρων ἐνδυμασίαν κυανοῦ χρώματος. Συνών. γαλαζοφορεμένος, γαλανοφορεμένος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/