γαλαζοπράσινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλαζοπράσινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαλαζοπράσινος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιθ. γαλάζιˬος καὶ πράσινος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων χρῶμα κυανοῦν καὶ πράσινον ἢ ὁ ὤν κυανοῦς καὶ πράσινος ἔνθ᾽ ἀν.: Μάτιˬα-νερά γαλαζοπράσινα. Χρῶμα γαλαζοπράσινο σύνηθ. Γαλαζοπράσινη καταχνιˬὰ ΑΚαρκαβίτσ. Λόγ. πλώρ. 71. || ᾎσμ. Χίλιοι καὶ δυὸ τὸν πλάκωσαν, χίλιοι καὶ δυὸ τὸν πιάνουν οὕλοι γαλαζοπράσινοι καὶ κοκκινοσκουφᾶτοι Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA