ἀντηλιˬάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντηλιˬάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντηλιˬάδα ἡ, Ζάκ. Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Αἴγ. Γαργαλ. Καλάβρυτ. Μεσσ. Σουδεν. κ.ἀ.) ἀdηλιˬάδα Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντηλιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
1) Ἀντηλιˬὰ 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εδῶ εἶναι ἀντηλιˬάδα! Σουδεν. Κλεῖσε καὶ μᾶς στράβωσ’ ἡ ἀντηλιˬάδα! ἀγν. τόπ. Μὲ βαρεῖ ἡ ἀντηλιˬάδα καὶ θὰ φύγω ἀποδῶ Αἴγ. Μὴ ρίχνῃς ἀπάνω μου ἀντηλιˬάδες μὲ τὸν καθρέφτη Μεσσ. 2) Ἀντηλιˬὰ 3, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Μεσσ.): Βγῆκα κ᾿ ἔπιασα τὴν ἀντηλιˬάδα νὰ ζεσταθῶ. 3) Ἡλιακὴ θερμότης Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.): Μπῆκε ἀντηλιˬάδα μέσα ἀπὸ τὸ παραθύρι Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA