γιˬατρὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬατρὸς ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) γιˬατρὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ιˬατρὸ Κορσ. γιˬατρὲ Τσακων. γιˬατ-ρὸς Τῆλ. ζατρὸς Κάλυμν. Κρήτ. (Σητ.) Σίκιν. Φολεγ ατρὸς Σίκιν. ᾽ιˬατρὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Προπ. (Μαρμαρ.) διˬατρὸς Κρήτ. δγιˬατρὸς Κάρπ. Κάσ. δτρὸς Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γιˬατόος Σαμοθρ. γιˬατὸ Θρᾴκ. (Ταϊφ.) ’ατρὸς Βιθυν (Ἀπολλων.) Πληθ. γιˬατροῖδοι Πόντ. (Ἀμισ.) Θηλ. γιˬάτρισσα κοιν. γιˬατρ’σσα βόρ. ἰδιώμ. γιˬάτριζα Πελοπν. (Κίτ.) γιˬατρίνα κοιν. γιˬατρί’σσα Μακεδ (Βόιον) γιˬατρέσσα Θρᾴκ. (Μαρών. Σαρεκκλ Σκοπ. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) γιˬατρέσσα Ἤπ. (Δρόπ. Κόνιτσ. κ.ἀ.) γιˬατρέσσω Ἤπ. (Βούρμπιαν. Κόνιτσ.) γιˬάτραινα πολλ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) γιˬάτρινα Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Σισάν. κ.ἀ.) γιˬατροῦ Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λεῦκτρ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γιˬατρός, καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ἀρχ. ἰˬατρός. Διὰ τὸν τύπ διˬατρὸς βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,316, ὅπου γίνεται λόγος περὶ εἰσαγωγῆς προθέσεως διὰ παρετυμ., καὶ Ἀθηνᾶ 24 (1912), 28. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ θηλ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,72-81. Διὰ τὸν τύπ. γιˬατρῖνα πβ. τὸ Ἑλληνιστ. ἰατρίνη. Διὰ τὸν τύπ. γιˬάτραινα πβ. γλῶσσαν ἰάτραινα. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Σομ Ὁ τύπ. γιˬάτρισσα καὶ εἰς Λεξ. Βλάχου τοῦ Κρητός.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἰατρὸς οἱασδήποτε εἰδικότητος, ὁ ἀσκῶν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ἰατροῦ κατ’ ἐπιστήμην κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ Ἰνέπ Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Καλὸς - ξακουστὸς -σπουδαῖος γιατρός. Πήγαινε - σύρε ᾿ς τὸ γιˬατρό. Κάλεσε - φέρε - φώναξε τὸ γιˬατρό. Φέραμε ὅλους τοὺς γιˬατρους Πήγαμε ᾿ς ὅλους τοὺς γιˬατρούς. Χρειάζονται οἱ γιˬατροί. Ν’ ἀκοῦς τὶς συμβουλὲς τοῦ γιˬατροῦ. Ἔλα, γιˬατρέ, νὰ μὲ δῇς. Ἔφαγε μιὰ ὁλόκληρη περιουσία ’ς τοὺς γιˬατρούς. Εἶναι ἄρρωστο τὸ παιδί, πρέπει νὰ φωνάξωμε τὸ γιˬατρό. Τὸν πήγαμε ’ς ὅλους τοὺς γιατροὺς (τὸν ἄρρωστο), μὰ δὲ βρῆκε γιˬατρειά. Μὲ πονάει τὸ δόντι μου καὶ θὰ πάω ’ς τὸ γιˬατρὸ νὰ μοῦ τὸ σφραγίσῃ. Τὸ κρέας τὸ σφραγίζει πρῶτα ὁ γιˬατρὸς καὶ ὕστερα πουλε͜ιέται κοιν. ᾞρθε ’ς τοὺ χουριὸ μας μιὰ γιˬατρέσσα Λἦμν. Ἔχουμε μιὰ καλὴ γιˬάτρισσα ’ς τὸ χωριˬὸ Πελοπν. (Δίβρ.) ατρὸς δὲν ἔχει ’τζίξει πάνω του, εἶναι στσυλλὶ (διὰ γέροντα εὔρωστον) Σίκιν. Μὲ τὸ παραμικρὸ ἀνουbοριˬάζει κι ὅλο ᾽ιˬατροὶ κι ὅλο ἔξοδα (ἀνουbοριάζει = ἀνημποριάζει, ἀδιαθετεῖ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μοῦ ᾽δωκε ἡ γιˬατόος γιˬατιικὸ Σαμοθρ. Ἀρρώστ’σαν τὰ βόιδα μας φέτου, ἀλλὰ ποῦ νὰ φανῇ κανένας ’π’ αὐτοὺς τσ᾽ γιˬατροὺς πὄχ’ τοὺ κράτους γιὰ τὰ ζᾶ! Εὔβ. (Ἄκρ.) || Παροιμ. φρ. Κλείδωσε τὸ γιˬατρὸ ἔξω! (πρὸς αὐτούς οἱ ὁποῖοι λησμονοῦν νὰ κλείσουν, ἐνῷ εἰσέρχονται κάπου, τὴν θύραν ὄπισθέν των καὶ οὕτω προκαλοῦν ρεῦμα ψυχροῦ ἀέρος, δυνάμενον νὰ ἐπιφέρῃ κρυολόγημα καὶ ἑπομένως ἐπίσκεψιν ἰατροῦ) ’Σ τοὺς γιˬατροὺς νὰ τὰ φᾶς! (ἀρὰ ἀδικουμένου πρὸς τὸν ἀδικοῦντα) κοιν. Σὰ γιˬατρὸς ἦρτες καὶ φεύγεις (ἐπὶ συντόμου ἐπισκέψεως συγγενοῦς ἢ φιλικοῦ προσώπου) Σύμ. || Παροιμ. Ὁ καιρὸς εἶναι γιˬατρὸς (ἐπὶ βαρυπενθούντων ἢ ὁπωσδήποτε τεθλιμμένων) κοιν. Πβ. τὴν ἀρχ. «ὁ κοινὸς ἰατρὸς σε θεραπεύσει, χρόνος». Ὁ ἄρρωστος πάει ᾿ς τὸ γιατρὸ (ὁ ἔχων κάποιαν ἀνάγκην προστρέχει πρὸς τὸν δυνάμενον νὰ θεραπεύσῃ ταύτην. Λέγεται πολλάκις καὶ ἐπὶ τῶν ἀξιούντων νἀ γνωρίζουν οἱ ἄλλοι τὰς ἀνάγκας των χωρὶς νὰ τὰς ἀνακοινώσουν οἱ ἴδιοι) κοιν. Ὁποὺ πονεῖ ’ς τὸγ-γιˬατρὸ bάει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Νίσυρ. Ὅπου ἔχει ἀρρωστιˬὰ πααίνει ’ς τὸ γιˬατρὸ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Νάξ. Ὁ παθὸς πάει ᾿ς τὸ γιˬατρὸ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Μάν.) Εὑρήκαμε τὸν γιˬατρόν, ἂς ἐβγάλωμε τῆ βουδί ’ τ’ ὀμμάτ’ (ἐπὶ τοῦ ἐπιθυμοῦντος νὰ κρατῇ μισθωτὸν εἰς συνεχῆ ἐργασίαν) Πόντ. Εὗρες τὸν γιατρὸν πὴ θὰ γιˬατρεύ’ τ’ ὀμμάτ σ’ (βρῆκες τὸν γιατρὸ ποὺ θὰ γιατρέψῃ τὰ μάτια σου· εἰρων ἐπὶ. τῶν προσφευγόντων εἰς τὸν ἀναρμοδιώτερον νὰ θεραπεύσῃ ἀνάγκην των) Πόντ. (Χαλδ) ’Σ τοῦ γαδάρου τοὺ χουριὸν | βοῦλοι κάμνουν dοὺγ-γιˬατρὸν (δι᾿ ὅσους κάνουν τὸν σοφὸν εἰς ἀμόρφωτον περιβάλλον, ὅπου δὲν ἔχουν τὸν φόβον τοῦ ἐλέγχου) Λυκ. (Λιβύσσ. Μάκρ.) || Γνωμ. Ὁ παθὸς εἶναι ᾽ιˬατρὸς (ὅποιος πάθῃ ἀποκτᾷ πεῖραν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Μήτε ὅλα τοῦ γιˬατροῦ, | μήτε ὅλα τοῦ παππᾶ (δὲν πρέπει νὰ ἐκτελῇ καθεὶς κατὰ γράμμα ὅ,τι τὸν συμβουλεύει ὁ γιατρὸς ἢ ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ νὰ ἐκλέγη μόνον τὰ ἐξ αὐτῶν χρήσιμα ἢ τὰ ἐφαρμόσιμα) σύνηθ. Παλιˬὸ γιˬατρὸ τσὶ γέρου καπιτάνιˬου νὰ γυρεύῃς (ἐπὶ ὁμοτέχνων ὁ ἐμπειρότερος εἶναι προτιμότερος) Λέσβ. Παλιˬὸ γιˬατρὸ τσὶ τσινούργιου μπακά’ (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) αὐτόθ. Λάθος γιατροῦ, βουλὴ θεοῦ (ἐπὶ τῶν κακῶς ἀποδιδόντων πάντα θάνατον ἀσθενοῦς εἰς κακὴν θεραπείαν ὑπὸ τοῦ ἰατροῦ) Πελοπν. (Λάστ.) Ὁ Θεὸς νὰ σὶ φυλάῃ ἀποὺ γιˬατρὸ κιˬ ἀποὺ μάστουρα (διότι ἀμφότεροι αἰσχροκερδοῦν δημιουργοῦντες ἀνάγκην προσθέτου ἐργασίας πέραν τῆς συμφωνηθείσης) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Κόλος κλασμένος, | γιˬατρὸς χεσμένος (δεῖγμα καλῆς λειτουργίας τοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ πέρδεσθαι) Πελοπν. (Μάν.) Κόλος ποὺ κάνει χέζει τὸ γιˬατρὸ (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Ὅγο͜ιος κλάνει, τὸ γιˬατρὸ δὲν ἔχει ἀνάγκη (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬατρὸς ἀτός του ἔνι ὁ κανεὶς (ἕκαστος γνωρίζει καλύτερον παντὸς ἄλλου τὰς ἀνάγκας του) Πόντ. (Ἰνέπ. Ὄφ.) Οὑ ἄρρουστους εἴνι γιˬατρὸς (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἀbρός ’ς τοῦ χάρου τσὶ πληὲς βοτάνια δὲ χωροῦνε μήτε ’ιˬατροὶ ’ιˬατρεύγουνε μήτ’ ἅοι βοηˬθοῦνε (λέγεται δι’ ὅ,τι θεωρεῖται ἀθεράπευτον, ἀδιόρθωτον· ἐκ μοιρολ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔχε τὰ πόιδιˬα ζου ζεστὰ, τὴ gεφαλή ζου κρύα, τὸ στόμαχό ζου ἀλαφρύ, γιˬατροῦ δὲν ἔχεις χρεία Πελοπν (Μάν.) Ὅταν ἔχῃς καὶ δὲν τρῶς, | πρέπει νὰ σὲ ᾿δῇ γιατρὸς (ἡ ἀνορεξία ὑποδηλώνει ἀσθένεια ὑπολανθάνουσα) Εὔβ. (Κάρυστ.) || ᾎσμ. Ἄν ἴσως καὶ μ’ ἀπαρνηστῇς καὶ κάμῃς ἄλλη ἀγάπη, μῆνες νὰ εἶσαι ᾿ς τὸ γιˬατρὸ καὶ χρόνιˬα ’ς τὸ κρεββάτι Θρᾴκ. (Αἶν.) Τρέχατε, γιˬατροί, γειτόνοι, | γιˬατ’ ὁ ψύλλος δὲ γλυτώνει Πελοπν. (Γαργαλ.) Γιˬὰ πέ μου, γιˬέ μου, ποῦ πονεῖς, νὰ βρῶ τὸ γιˬατρικό σου νά ᾽ρτῃ βασιλικὸς γιˬατρὸς, νὰ πιˬάσῃ τὸ σφυγμόν σου Νίσυρ. Ἔρωτα, ποὺ μ’ ἐπλήωσες, βός μου τσαὶ τὸ ’οτάνι, γιˬατὶ δγιˬατρὸς δὲ βρίσκεται ᾽ς τὸκ-κόσμο νὰ μὲ γιˬάνῃ Κάρπ. Καὶ ἄμε σύρε ’ς τοῦ δγιˬατροῦ, τὰ δγιˬατρικὰ νὰ φέρῃς, κι ἄ’ μέλλῃ ὁ θεὸς νὰ δγιˬατρευτῶ, | ἐσένα θὰ στεφανωθῶ Κάσ. β) Ὁ πρακτικῶς ἀσκῶν τὴν ἰατρικὴν σύνηθ.: Ξέρω κάποιον πού ’ναι σπουδαῖος γιˬατρὸς γιὰ τὴ χρυσῆ (θεραπεύει πρακτικῶς τὸν ἴκτερον) σύνηθ. Ὅ,τ᾽ σπάσ’μου νά ’νι, αὖτὸ; εἶνι οὑ καλύτιρους γιˬατρὸς (σπάσ’μου = κάταγμα ὀστοῦ) Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Συνών κομπογιˬανίτης, ψευτογιˬατρός. 2) Θηλ α) Γυνὴ ἰατρὸς πάσης εἰδικότητος πολλαχ. β) Γυνὴ μετερχομένη πρακτικὰς θεραπευτικὰς μεθόδους καὶ μάλιστα διὰ μαγγανειῶν κ.τ.τ. σύνηθ.: Πάει ᾿ς τὶς γιˬάτρισσε; νὰ γίνῃ καλὰ σύνηθ. Ἀραδίζ᾽ σὶ μιὰ γιˬάτρισσα κὶ πιριμέ’ νὰ γί’ καλὰ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἐπῆρε γιˬατροὺς καὶ γιˬάτριζες, καένας δὲ dὴν ἐγιˬάτρεψε Πελοπν. (Κίτ.) Φώναξε τ᾽ γιˬάτραινα κ᾿ ἔδεσε τὸ χέρι τ’ Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Κοιτάζου μὶ κάτ’ γιˬάτρισσις κὶ ξουρκίστρις νὰ τοὺν γιˬατρέψου τοὺν γιˬό μ’ Μακεδ. (Θεσσαλον.) Τὸ πᾶνε τὸ μωρὸ ’ς τὴ γιˬάτρισσα, νὰ τοῦ κόψῃ τὸ ἀντίγλωσσο (= χαλινὸς γλώσσης, ἐπὶ τῆς νόσου ἴκτερος) Πελοπν. (ᾞλ.) || ᾌσμ. Φέρνει γιˬατρὸ ἀπ’ τὴ Βενετιˬὰ καὶ γιˬάτραινα ἀπ’ τὴν Πόλη, νὰ γιˬάνουνε τοὺς πόνους του, τοὺς ἀναστεναγμούς του ἀγν. τόπ Χίλιˬοι γιˬατροὶ μπαινόβγαιναν καὶ χίλιˬες δυˬὸ γιˬατρέσσες Θρακ. (Σκοπ.) Συνών. γιˬατροῦσα. γ) Ἡ σύζυγος τοῦ ἰατροῦ σύνηθ. δ) Νοσοκόμος Κύπρ. Β) Μεταφ. 1) Μέλος ὁμάδος μετημφιεσμένων, διακρινόμενον ἐκ τῆς ἰδιαιτέρας ἐνδυμασίας καὶ τοῦ ρόλου τοῦ ἰατροῦ, τὸν ὁποῖον ὑποδύεται κατὰ τὴν περιφορὰν τῆς ὁμάδος ἀνὰ τὸ χωρίον, κατὰ τὴν ὁποίαν ψάλλονται τὰ κάλανδα τῶν Θεοφανείων Θεσσ. (Ἁλμυρ.) 2) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖκται κάθηνται ἐπὶ λίθων ἐντὸς κύκλου. Εἰς τὸ μέσον τοῦ κύκλου κάθηται ἡ μάννα, ὁ προϊστάμενος τῆς ὁμάδος. Ἡ μάννα αὐτή, ἡ ὁποία ἔχει δώσει προηγουμένως κρυφίως εἰς ἕκαστον τῶν παιζόντων ὄνομα ζῴου ἢ φυτοῦ, ἀρχίζει νὰ διηγῆται ὅτι ἐπεσκέφθη ὥς γιˬατρὸς ἀσθενῆ τινα καὶ παρήγγειλε τὸ δεῖνα φάρμακον, εὑρίσκουσα οὕτω ἀφορμὴν νὰ ἀναφέρῃ τὰ ὀνόματα τῶν παικτῶν. Ἕκαστος τούτων, ἀκούων τὸ ὄνομά του, ὀφείλει νὰ τεθῇ ὄπισθεν τῆς μάννας, εἶτα δέ, εἰς ὡρισμένον παράγγελμα ταύτης ὀφείλουν ὅλοι νὰ εὕρουν ταχέως τὴν θέσιν των· ὁ μὴ εὑρὼν ἐγκαίρως τὴν θέσιν του θεωρεῖται ὅτι χάνει Μακεδ. (Φλόρ.) 3) Τὸ φυτὸν Ὑοσκύαμος ὁ λευκὸς (Hyoscyamus albus) τῆς οἰκογ τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaceae) Πελοπν. Συνών. βλ. εἰς λ. γεροντάκι 3.4) Εἶδος πτηνοῦ μὲ ὡραῖον πτίλωμα, τὸ ὁποῖον διαιτᾶται παρὰ τὰς ὄχθας τῶν ποταμῶν, πιθαν τὸ πτηνὸν Ἐρωδιὸς ὁ μεταξοειδὴς (Egretta arzetta), τῆς οἰκογ. τῶν Ἐρωδιιδῶν (Ardeidae), τοῦ ὁποίου τὰ ἄνωθεν τῆς οὐρᾶς πτίλα θεωροῦνται ὑπὸ τοῦ λαοῦ ὡς ἄριστα ἐπουλωτικὰ π ληγῶν ἀνθρώπων καὶ ζῴων Θεσσ. 5) Εἶδος φυτοῦ, τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα τιθέμενα ἐπὶ πληγῶν θεωροῦνται ἰαματικὰ Χίος (Βροντ.) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Σῦρ., ὡς παρωνύμ Μῆλ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Στοῦ Γιˬατροῦ Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Μάν.) ’Σ τοῦ Γιˬατροῦ τὴ Βρύση Πελοπν. (Δυρράχ.) ’Σ τοῦ Γιˬατροῦ τὴ Λάκκα Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) ’Σ τοῦ Γιˬατροῦ τὸ Ρέμα Πελοπν. (Δυρράχ.) ’Σ τ᾽ Γιˬατροῦ Τσαΐρ’ Μακεδ. (Σταυρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA