γιˬατροσόφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατροσόφι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬατροσόφι τό, γιˬατροσόφιν Κάλυμν. Κύπρ. Κῶς Νίσυρ. Πόντ. Ρόδ. Χίος γιˬατρουσόφιν Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬατροσόφι κοιν. γιˬατρουσόφ’ βόε ἰδιώμ. ’ιˬατροσόφι Ἄνδρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ ἰατροσόφιον.

Σημασιολογία

1) Βιβλίον, συνήθως χειρόγραφον, τὸ ὁποῖον περιέχει πρακτικὰς συνταγὰς κατὰ διαφόρων νόσων, γνωστὰς παλαιόθεν καὶ τηρουμένας διὰ τῆς παραδόσεως Ἄνδρ. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κεφαλλ. Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Κῶς (Πυλ.) Μαθράκ. Μακεδ. (Καταφύγ. Σισάν κ.ἀ.) Ὀθων. Πελοπν (Ἀρκαδ. Γαργαλ. Μάν Μαργέλ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Πόντ. Ρόδ.- Λεξ. Περιδ. Βυζ. Βλαστ., 402 κ.ἀ.: Ἄνοιξεν τὸ γιˬατροσόφι τ’ ηὗρεν τὴν ἀρρώσκιˬαμ-μου Κύπρ. Διˬάβασε ντὸ γιˬατροσόφιμ ποὺ βάστανε νἡ γεναῖκα του Κῶς (Πυλ.) Γιˬὰ βγάλ τὰ γιˬατροσόφια σου καὶ πές μου τί ἔχει ὁ ἄρρωστος Ἀρκαδ Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. || ᾎσμ. Οὕλ-λd οι οἱ γιατροὶ γιˬατρέψαμ-με ιˬ οὕλ-λd οι οἱ φιλοσόφοι τὸμ-πόνομ- μου δὲν ἔγραφεν κανέναγ-γιˬατροσόφιν Ρόδ 2) Οἱονδηποτε πρόχειρον καὶ πρακτικὸν φάρμακον ἢ ἐν γένει θεραπευτικὸν μέσον, ὡς μαγγανεῖαι κ.τ.τ. κοιν. καὶ Πόντ.: Μὲ τὰ γιˬατροσόφια περιμένεις νὰ γίνῃς καλὰ κοιν. Τὰ νεραϊδοπαρμένα παιδιˬὰ κανένα γιˬατροσόφι δὲν τὰ σώνει Πελοπν. (ᾞλ.) Πουλιμάει μὶ τὰ γιˬατροσόφιˬα νὰ γί’ καλὰ βόρ. ἰδιώμ. Οὕλα τὰ γιατρουσόφια τὰ πῆρι κὶ γιατρειὰ δὲν εἶδι Θεσσ. (Πήλ) Πήρατι τοὺ γιˬατρό; -Ὄ’, μὶ τὰ γιατρουσόφια τοὺ πουλιμᾶμι, ὅ,τ’ μᾶς λέει ἕνας κιˬ ἄλλους Εὔβ. (Στρόπον.) Δὲν ξέρ’ς κάνα γιˬατρουσόφ’ γιὰ τοῦ πουδάρ’ μ᾿; Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μὄδουκι κάτ’ γιˬατρουσόφιˬα ἡ θε͜ιὰ Στάθινα κὶ πάου καλύτιρα αὐτόθ. Ἔχει κάνει γιˬατροσόφιˬα ἀπὸ ἄγριˬα χορτάρια πού ’χει μαζεμένα Πελοπν. (Καρδαμ.) Μοῦ εἶπε ἕνα γιˬατροσόφι γιὰ τὶς λεβίθες Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ .) Μὴν ξέρ’ς κάνα καλὸ γιˬατρουσόφ’ νὰ μ’ πιράσουν κάτ’ ‘αγριουλειχῆνις πὅχου ’ς τοὺ μάγ’λου; Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἥκαμα ἕνα σωρίδι γιˬατροσόφκιˬα, μὰ δὲν εἶδα γιατρειὰ Σίφν. Ἤκαμα καὶ τὸ γιˬατροσόφι bοὺ μοῦ ’πεν ἡ Σοφία, μ-μὰ τίποτις ᾽ὲν εἶδα Κῶς || ᾌσμ. Μὶ γιˬατρουσόφιˬα πουλιμᾷς νὰ κάνῃς πά’ ἀγόρ’, ἱτοίμαζι τὴ bροῖκα της κὶ θά ’νι πάλι κόρ’ Λέσβ. Συνὠν. γιˬατρικούλεμα, γιˬατρούλεμα·

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/