ἀρχιπέλαγο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχιπέλαγο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρχιπέλαγο τό. ΑΡουμελ. (Σωζόπ.) κ.ἀ. ἀρτσιπέλαγο Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) Προπ. (Ἀρτάκ. Μηχαν.) ἀρχιπέλαος ὁ, Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχι- καὶ τοῦ οὐσ. πέλαγο. Τὸ ἀρτσιπέλαγο ἐκ τοῦ ᾽Ιταλ. arcipelago. Τὸ ἀρσεν. ἀρχιπέλαγος καὶ παρὰ Σομ. Περὶ τοῦ γεωγραφικοῦ ὀν Ἀρχιπέλαγος ἰδ. Κ Ἄμαντ. ἐν Ἑλλην. 10 (1937/8) 130 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Εὐρεῖα θάλασσα, ἀνοικτὸν πέλαγος κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ὅρμους καὶ λιμένας Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) Προπ. (Μηχαν. Πάνορμ.) κ.ἀ.: ᾌσμ. ᾿Σ τοὺς οὐρανοὺς τὸ διάζονταν, ᾿ς τοὺς κάμπους τὀ τυλιˬοῦσε καὶ μέσα ᾿ς τ᾿ ἀρτσιπέλαγο στήνει τὀν ἀργαλε͜ιο' της Μηχαν. Ἐδῶ ᾿ς τὸν ἀρχιπέλαο ᾿σὰν τί φιλεῖ γυρεύεις; Παξ. 2) Ἐπιρρηματ., εἰς τὴν ἀνοικτὴν θάλασσαν Πελοπν. (Μαν.) ᾿Εβγήκανε ἀρτσιπέλαγο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/