ἀντηλιˬαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντηλιˬαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντηλιˬαρίζω ἀμάρτ. ἀdηλιˬαρίζω Κρήτ. ἀdηλαρίζω Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀντηλιˬάρα.
Σημασιολογία
1) ᾿Εκπέμπω θερμὰς ἢ φωτεινὰς ἀκτῖνας, ἀκτινοβολῶ: Ἀdηλιˬαρίζει πολὺ ἐδῶ ὁ ἥλιος. Ἕνα πρᾶμα φαίνεται χάμαι κιˬ ἀdηλιˬαρίζει. Καὶ ἀπροσ.: ᾿Εδῶ ἀdηλιαρίζει. 2) Ἀμτβ. ὑφίσταμαι, δέχομαι τὴν ἐπίδρασιν τῶν θερμῶν ἢ φωτεινῶν ἀκτίνων: Ἔπα κάθομαι κιˬ ἀdηλιˬαρίζω. 3) Πάσχω θάμβωσιν ἐκ τῆς σφοδρᾶς ἀκτινοβολίας: Τὰ μάθιˬα μου ἀdηλαρίζουνε. Συνών. θαμπώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA