ἀντηλιˬάρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντηλιˬάρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντηλιˬάρισμα τό, ἀμάρτ. ἀdηλάρισμα Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀντηλιˬαρίζω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Γ 570 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Ἀντανάκλασις θερμῶν ἢ φωτεινῶν ἀκτίνων: Δὲν ἐbόρουνα νὰ ξανοίξω ἀποὺ τ’ ἀdηλάρισμα τσῆ φωθιᾶς. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «δίχως φωτιὰ ἦτο ἐκεῖ φοβῶν-τας μὴν περάσῃ | κανεις καὶ δῃ ἀντηλάρισμα καὶ τὸ κακὸ λογιάσῃ». Συνών. ἀντηλιˬαρισμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/