Βαγγελίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Βαγγελίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
Βαγγελίστρα ἡ, Εὐαgελίστριˬα Κρήτ. κ.ἀ. Εὐαγγελίστρα λόγ. σύνηθ. Βαγγελίστρα κοιν. Βαgελίστρα πολλαχ. Βαγγιλίστρα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Βαgιλίστρα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Βαγγελίστρ Πόντ. (Τραπ.) Ἀβαγγελίστριˬα Νίσυρ. Βγαγγελίστρα Λυκ. (Λιβύσσ.) Βαντζιλίστρα πολλαχ. Βατζελίστρα Μύκ. κ.ἀ. Βγαντζιλίστρα Μεγίστ. Βγατζιλίστρα Κυδων. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ εὐαγγελίστρια=ἡ κηρύττουσα τὸ εὐαγγέλιον.
Σημασιολογία
1) Ἡ Παναγία ἡ ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου εὐαγγελισθεῖσα τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ κοιν. καὶ Ποντ (Τραπ.): Νὰ βοη-θἠσῃ ἡ Βαγγελίστρα! (εὐχή) Ἡ Βαγγελίστρα νὰ βάλῃ τὸ χέρι της! (εὐχή). Μὰ τὴ Βαγγελίστρα! (ὅρκος) σῦνηθ. || Φρ. Βαγγελίστρα μου! (ἀναφώνησις δηλοῦσα θαυμασμὸν) πολλαχ. ‖ ᾎσμ. Ἑ Βγαντζιˬλίστρα Τηνιˬατσὰ ποῦ τὴν τιμοῦν τὸν Μάρτι νὰ γλέπῃ τ᾿ ἀερφάτσι μου ὅσον νὰ πάῃ νἀ ’ρτῃ Μεγίστ. 2) Ναὸς τιμώμενος ἐπ’ ὀνόματι τῆς Θεοτόκου τῆς εὐαγγελισθείσης τὴν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ σύνηθ.: || Φρ. Εἶναι γιˬὰ τὴ Βαγγελίστρα (εἰναι βεβλαμμένος τὰς φρένας, πρέπει δηλ. νὰ μεταβῇ πρὸς θεραπείαν εἷς τὸν ἐν Τήνῳ ναὸν τῆς Βαγγελίστρας) σύνηθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. πολλαχ. Ὡς κύριον ὄνομα Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA