γιˬατρουδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρουδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατρουδάκι τό, σύνηθ γιˬατρουδά’ βόρ ἰδιώμ. γιˬατρουδάτσι Κῶς Μεγίστ. γιˬατρουάτσι Κὰσ. Κῶς διˬατρουάτσι Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρουδι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Ὁ μικρὸς τὴν ἡλικίαν ἰατρὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀνεπαρκοῦς πείρας ἢ καὶ μορφώσεως σύνηθ.: Εἶδες πῶς τὰ καταφέρνει τὸ γιˬατρουδάτσι! Κῶς Τώρα κάθισι κιˬ ἀκοῦς τί λέει τοὺ γιˬατρουδάκ’ Εὔβ. (Ἅκρ.) Τὸ γιˬατρουδάκι κλεισμένο ’ς τὸ σπιτάκι του μελετοῦσε καὶ γύρευε νὰ βρῇ τὸ λόγο κάθε ἀρρώστιˬας νὰ τὴ γιατρέψῃ Γ. Ψυχάρ., Ὅνειρ. Γιαννίρ., 199. β) Ὁ βραχύς τὸ ἀνάστημα ἰατρὸς σύνηθ. Συνών. γιˬατράκι, γιˬατράκος, γιˬατρουδάκος, γιˬατρούδι, γιˬατρουλάκι, γιˬατρουλάκος, γιˬατρούλης. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γιˬατρουδάκης Ἀθῆν. Κρήτ. (Ἡράκλ. Ρέθυμν. Χαν.) Ζατρουδάτσης Κάλυμν. Λέρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA