γαλάκι (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλάκι (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαλάκι (ΙΙ) τό, Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γάλα διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὰ ποσότης γάλακτος: ᾎσμ. Γάλα γαλάκι | νὰ φάῃ τὸ ἀρνάκι (λέγεται πρὸς τὰ μικρὰ παιδία, ὅταν τοὺς δίδουν νὰ πιοῦν γάλα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA