γιˬατρούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατρούδι τό, Σύμ γιˬατρούγι Εὔβ. (Κύμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδι. Διὰ τὴν ὑποκορ. κατάλ. -ούγι βλ. Στ. Καρατζ., Ὑποκοριστ. ἰδιὠμ. Κύμ., 33.
Σημασιολογία
Γιˬατρουδάκι, τὸ ὁπ. βλ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τύπ. Γιˬατρούγι Κύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA