ἀντηλοκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντηλοκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντηλοκοπῶ Κάρπ. ᾽dηλοκοπῶ Ἀστυπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντηλιά, παρ’ ὃ καὶ τύπ. ἀντήλα, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -κοπῶ.

Σημασιολογία

Ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ἥλιος ἀντηλοκοπᾷ Κάρπ. Ἡ θάλασσα ἀντηλοκοπᾷ αὐτόθ. Νὰ τοῦ βάλουμε διˬαμάντιˬα κιˬ ἄλλα ἀτίμητα πετράδιˬα γιˬὰ νὰ ’dηλοκοποῦνε Ἀστυπ. Συνών. ἀστράφτω, λάμπω, λαμποκοπῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/