γιˬατρούλεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατρούλεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬατρούλεμα τό, Κύθηρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γιˬατρουλεύω, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρούλης. Πβ. γιˬατρικουλεύω.
Σημασιολογία
Γιˬατροσόφι 2, τὸ ὁπ. βλ.: Μὰ εἶντα νὰ κάμω ἡ κακοντέλα; Μηγάρις δὲν τοῦ πολέμου γιˬατρουλέματα ἀπ’ ἁγρὰ ὥς ταχ’τέρου; (Μὰ τί νὰ κάμω ἡ δύστυχη; Μήπως δὲν τοῦ ἔκανα διάφορες θεραπεἶες ἀπὸ τὸ βράδυ ὥς τὸ πρωΐ;)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA