γιˬατρούλισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατρούλισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬατρούλισμα τό, Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γιˬατρουλίζω.

Σημασιολογία

1) Ἡ πρὸς ἀσθενῆ ἐπίσκεψις ἰατροῦ Ἐρεικ Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων.: Δὲν ἔχω ὄρεξη νὰ ματαποντιˬάσω καὶ νά ’χω γιˬατρουλίσματα ’πὸ τὸ Σιδάρι (= ἐπισκέψεις τοῦ ἰατροῦ ἀπὸ τὸ Σιδάρι τῆς ΒΑ Κερκύρας) Ἐρεικ. 2) Ἡ πρὸς ἀσθενῆ παρεχομένη θεραπευτικὴ περιποίησις Ἀντίπαξ. Παξ.: Σοῦ ᾿καμα τόσα γιˬατρουλίσματα, μὰ τώρα δὲ θυμᾶσαι τίποτες. Παξ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/