γιˬατροῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατροῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬατροῦσα ἡ, ἀμάρτ. γιˬάτρουσα Κρήτ. (Ἀρχάν. Βιάνν. Ἡράκλ. κ.ἀ)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬατρὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οῦσα, περὶ τῆς ὑπ. βλ. Α. Α. Παπαδοπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 188. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 2, 122.

Σημασιολογία

1) Γυνὴ ἀσκοῦσα τὴν ἰατρικὴν διὰ βοτάνων καὶ μαγγανειὥν ἔνθ’ ἀν.: Τρεῖς ἡμέρες, πριχοῦ νὰ φάῃ, πρέπει νὰ τόνε σάζῃ τσὰ ἡ γιˬάτρουσα καὶ δὰ γενῇ ἑφτάγερος ὁ ἁρρωστάρης Ἀρχάν. (δὰ = θὰ) Συνών. γιˬατρὸς ΑΙγ. 2) Σύζυγος ἰατροῦ ἐνθ᾽ ἀν Συνών γιˬατρὸς Α1ε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/