βαγένα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαγένα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαγένα ἡ, Λεξ. Περίδ. Πρω. βαένα Στερελλ. (Εὐρυταν.) βαγιόνα Κέρκ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βαγένι.
Σημασιολογία
1) Μέγα βυτίον Κέρκ. Στερελλ. (Εὐρυταν.) –Λεξ. Περίδ Πρω. Συνών. βαρέλλα. 2) Ὑδροχόη τοῦ μύλου εἰς σχῆμα περίπου μεγάλου βυτίου Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. ἀνάβολος 1 δ, βαγένι 2, βαρέλλι, δοχε͜ιό, καρούτα, κρεμάσι, μυλόγουρνα. 3) Εἶδος ἰχθύος Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA