γιˬατσάδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατσάδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γιˬατσάδα ἡ, Ἀντίπαξ. Ἐρεικ Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Κέρκ. (Ἀργυράδ. Λευκίμμ κ.ἀ.) Λευκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. - Λεξ. Βλαστ., 281 κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. giazzada = πάγωμα.

Σημασιολογία

1) Ψῦχος, παγωνιά, ἔνθ’ ἀν.: Κάνει γιˬατσάδα σήμερα Ὀθων. Κάνει γιˬατσάδα καὶ δὲ βγαίνω ’πὸ τὸ σπίτι Ἐρεικ. 2) Ρῖγος ἐκ ψύχους Παξ.: Τὸ κορμί μου εἶχε μιˬὰ μεγάλη γιˬατσάδα Παξ. Συνών. γιˬάτσο, γυˬαλάδα, καφούρι, κρυάδα, τσίφι, τσιφούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/