γιˬατσάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατσάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬατσάρω Λευκ. γιˬατσέρνω Λευκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. giazzar = ψύχω.
Σημασιολογία
Ριγῶ ἐκ ψύχους: Ἤμ’να ’δρωμένος καὶ γιˬατσάρ’σα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA