γιˬατσὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬατσὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬατσὶ τό, Ἰων. (Βουρλ.) Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) γιˬατσὶν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yati = κατάκλισις.

Σημασιολογία

Τὸ ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου μέχρι τῆς κατακλίσεως χρονικὸν διάστημα ἔνθ’ ἀν.: Κατὰ τὸ γιˬατσὶ θὰ ’ρθῶ Κρήτ. Μὲ τὸ χτύπημα τῆς καμπάνας τοῦ γιˬατσοῦ, κλούσανε τὰ μαγαζιˬὰ Βουρλ || Τοῦ ψεύτη τὸ καντήλιν ὥς τὸ γιˬατσὶν ἁφταίν-νει (ὅτι ο’ιποκαλύπτεται οὗτος ταχέως) Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/