ἀντὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Πρόθεση

Τυπολογία

ἀντὶ πρόθ. κοιν. ἀντὶς σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀdὶ Καππ. ἀdὶς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Κύθν. Λέσβ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Λακων. Πλάτσ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Σύμ. κ.ἀ. ἀgὶς Λέσβ. (Πλομάρ) ἀντζὶς Σῦρ. Καππ. ἄτς Θράκ. ἄτζ Ἴμβρ. ἄdι Καππ. (Φάρασ.) ἄντις Ρόδ. ἀντιτὰ (᾽Αθηνᾶ 24 <1912> 29) ἄντιτα ΑΛασκαράτ. Μυστήρ. 21, Ἤθη 51, Ποιήμ. 52 καὶ 168 ἀντίστα Πόντ. (Κερασ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Ἡ ἀρχ. πρόθ. ἀντί. Ὁ τύπ. ἀντὶς καὶ παρὰ Πορφυρ. Βασίλ. τάξ. 318,5 (ἔκδ. Βόννης) καὶ παρὰ Προδρόμ. 3,225α (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἀντὶς ψωμὶν τὸν δρόλυκον, ἀντὶς φαγεῖν τὸν σφάχτην». Καὶ ὁ τύπ. ἄντις παρὰ τῷ αὐτῷ 3, 225 «ἄντις νερὸν φαρμάκιν». Ἡ προσθήκη τοῦ ληκτικοῦ ς κατά τινα ἀναλογ., πιθανὸν κατὰ τὸ χωρὶς νὰ ἔγινε τὸ πρῶτον ἀντὶς νά , ἀκολούθως δὲ καὶ εἰς τὰς λοιπὰς χρήσεις. Ὁ τύπ. ἀντιτὰ ἐκ συμφύρ. πρὸς τὴν πρόθ. μετά. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Αθηνᾷ 24 (1910) 29, πβ. καὶ 'Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 8 (1912) 27 κἑξ. Τὸ ἄντιτα καὶ ἐν Πεντατεύχ. (ἔκδ. Hesseling) Γένεσ. 4, 25 «ἔβαλεν ἐμὲν ὁ Θεὸς σπορὰ ἄλλη ἄντιτα τὸν Ἔβελι». Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ ντ εἰς τζ πβ. ἄντηρας-ἄντζηρας κττ. Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου ἕνεκα τῆς προκλητικῆς φύσεως τῆς προθέσεως.

Σημασιολογία

Α) ᾿Εν συντάξει σημαίνει 1) ᾿Αντικατάστασιν ἢ ἀνταλλαγὴν (α) Μετὰ γενικ. κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾽Αντὶ τοῦ δεῖνα ἦρθ’ ὁ δεῖνας κοιν. ᾿Αντὶς τ᾽ ἐκεινοῦ ἐσκότωσαν τὸν φίλον ἀτ’ Χαλδ. ᾿Εκεῖνα νὰ σπουδάζουνε ἄντιτα τῶν μυθιστορημάτων ΑΛασκαράτ. Μυστήρ. 21 Γιˬὰ νὰ βασιλεύη ἐκείνη ἄντιτά του ΑΛασκαράτ. Ἤθη 51. || Φρ. Λέγει ἀλλ᾿ ἀντ᾿ ἄλλων (λόγους ἀνοήτους) κοιν. Ἔγινε ἄλλος ἀντ᾿ ἄλλου (ἐξωργίσθη) Σῦρ. ᾽Αντὶς καὶ τοῦ καλοῦ (ἀντὶ νὰ εἴπῃς τι καλὸν ἀναφέρεις ὄνομα κακόν, οἷον ἀσθενείας) Χίος. ᾿Αντὶς καὶ τοῦ καλοῦ νὰ ζημιωθῇς (ἀντὶ νὰ ὠφεληθῇς νὰ ζημιωθῇς) Ἰων. (Κρήν.) || ᾎσμ. Ἀντὶς τοῦ μάννα τὴν χολήν, ὄξος ἀντὶς τὸ μέλι Κύπρ. (β) Μετ᾿ αἰτιατ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ’Αντὶ νερὸ πίνει κρασί. Ρίξαμε ᾿ς τὸ κρέας ἀντὶ ρύζι μακαρόνιˬα κοιν. Ἄρκισαν νὰ σφάζ’ν κάθε χρόνο ἀντὶς λάφι ᾿γελάδι Θρᾴκ. Ἀντὶς νερὸν ἔπα κρασὶν (ἔπα=ἔπια) Κερασ. ’Αντὶς ἐσὲν ἐγὼ ν’ ἀποθάνω Χαλδ. ’Αντὶς τὸν κύρτς νὰ ἔης ἐμὲν (εἰς τὴν θέσιν τοῦ πατρός σου ἔχε ἐμὲ) αὐτόθ. ᾿Αντίστ’ ἐμὲν ἂς ἔχῃς ἀτο Κερασ. || Φρ. Ἄλλ' ἀντ' ἄλλα (λόγοι ἀνόητοι ἢ ἀνακόλουθοι) κοιν. || ᾎσμ. Ἄμε σὺ κιˬ ἀντὶς ἐσὲν τὴν νύχταν πάλιν στεῖλε Κερασ. || Ποίημ. Ὤ, κάλλιˬο νὰ θέλ’ ἔχω ἐδῶ ἄντιτά σας τόσα παχεˬὰ κοττόπουλλα ψημένα ΑΛασκαράτ. Ποιήμ. 52. Ἡ σύντ. αὕτη καὶ μεταγν. Πβ. Διοσκορ. Περὶ ὕλης ἰατρικ. 3, 33 (ἔκδ. Kühn σ. 378) «ὀσφραίνεται ἀντὶ τὰς ἐκλύσεις καὶ λιποθυμίας». (γ) Μετ᾿ ὀνομαστ. Καππ.: ᾎσμ. Ἔλα, ἄς κόψουμε κλειδιˬά, ἂς κόψουμ’ ἀναχτήριˬα ἂς θέκουμε ἀντὶς ψυχή, ἄς στάθη τὸ γεφύρι, (δ) Χάριν σαφεστέρας δηλώσεως τῆς ἀντικαταστάσεως γίνεται χρῆσις τοῦ ἀντὶς γιˬὰ πολλαχ.: Ἀντὶς γιˬὰ τὴ θυγατέρα μου πῆα ἐγὼ (κατὰ σύμφυρ. τῶν φρ. ἀντὶς τὴ θυγατέρα μου καὶ γιˬὰ τὴ θυγατέρα μου). ᾽Αντὶς γιˬὰ τὸν ἀδερφό μου ἐπῆα ἐγώ. ᾿Αντὶς γιˬὰ κρέας τρώγει τυρί. ᾿Αντὶς γιˬὰ σένα ἔδειρ’ ἐμένα. ᾽Αντὶς γιˬὰ τὸν δεῖνα ἦρθ’ ὁ δεῖνα. Ἦρθε ἀντὶς γιˬὰ μένα πολλαχ. ’Αντὶ γιˬὰ σκύλλους κάθισι ἰδῶ κὶ φ’λᾷς τὴν πόρτα (ἀντὶ κυνὸς εἶσαι φύλαξ) Σκόπ. || Παροιμ. φρ. ᾽Αντὶ γιˬὰ λαγὸ ἔβγαλε ἀρκούδα (ἐπὶ τῶν ἐμπιπτόντων εἰς συμφοράς, ἐνῷ προσεδόκων ἀγαθόν τι) ΝΠολίτ. Παροιμ. 2, 322 ᾽Αντὶς γιˬὰ μαμμὴ ἔκατσε λεχῶνα (ἐπὶ τῶν ἐπειγόντως ἀποστελλομένων που καὶ βραδύτατα ἐπανερχομένων) Μῆλ. κ.ἀ. || Αἴνιγμ. Προυβατῖνα ἄσπρη κὶ ξανθομάλλα φαρμάκι δίνει ἀντὶς γιὰ γάλα (τὸ σιγάρο) Αἶν. || ᾎσμ. Σκύφτω φιλῶ τὴν κλειδωνιˬὰ ἀdὶς ὀγιˬὰ τὴν κόρη Κρήτ. Ὁ Χάρως κάνει τὴ χαρά, παντρεύει τὸν υἱγιˬό του, σφάζει παιδιˬὰ ἀντὶς γι᾿ ἀρνιˬά, νυφάδες γιὰ κριάριˬα ΝΠολίτ. Μελέτ. 291. -Ποίημ. Καὶ τὸ ἀθῷον χόρτο πίνει | αἷμα ἀντὶς γιˬὰ τὴ δροσιˬὰ ΔΣολωμ. 15. (ε) Ἐπὶ τῆς ἐννοίας τῆς ὁμοιότητος ἀντὶ τοῦ ὡς, καθὼς Καππ. (Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Κρήτ: Ἦτον ὁ φέγγος, εὔγασκεν ἀντὶ τὸν ἥλον Φάρασ. ᾿Αντὶς ἐμένα (ὅπως ἐγὼ) Σινασσ. || ᾎσμ. Νὰ πάῃς νὰ τσῆ κουρκουνᾷς ἀντὶς δικολογιˬά σου (νὰ τῆς κτυπᾷς τὴν πόρτα ὡς συγγενοῦς σου) Κρήτ. (ς) ᾿Εκ τῆς ἀρχαίας συντάξεως τῆς προθ. μετὰ τελικοῦ ἀπαρεμφάτου ἀνάρθρου προέκυψεν ἡ σύνταξις αὐτῆς μετὰ τελικῆς προτάσεως διὰ τοῦ νὰ ἐκφερομένης κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾽Αντὶ νὰ χαίρεται κλαίει. ᾽Αντὶ νά 'ρθῇ ὁ ἴδιος ἔστειλε τὸν ὑπηρέτη του. ’Αντὶ νὰ τὸν φέρῃ τὸν ἐπῆρε. ᾽Αντὶ ἐγὼ νὰ μιλήσω μίλησε ἐκεῖνος. ’Αντὶ νά ῤθη ἔφυγε. ’Αντὶ νὰ δουλεύῃ κάθεται ὅλη μέρα κοιν. ᾿Αντὶ ν᾽ ἀρμέουνε γάλα ἀρμέανε νερὸ Σέριφ. 'Αντὶς ποῦ μοῦ ’πε νά ᾿ρθω ἔφυγα πεˬὸ μακρεˬὰ Μῆλ. ᾽Ατζὶ νὰ φάω σταφύλιˬα τρώω ποπόνι Σῦρ. ᾽Ατζὶς νὰ φέρῃ κρασὶ ἤφερε νερὸ αὐτόθ. ᾽Αντὶς ἐγὼ νὰ λέγω λές ἐσὺ Χαλδ. ᾿Αντὶ νὰ τραγωδῇ κλαίει Οἰν. ’Αντὶς νὰ πάῃ ἔρθεν Τραπ. ’Αντὶς νὰ κουρφίζ’ με κάθεται καὶ κατηγορᾷ με (κουρφίζ’=ἐπαινεῖ) Κερασ. || Παροιμ. ᾽Αντὶ νὰ βογγάῃ τὸ γαιˬδούρι, βογγάει τὸ σαμάρι (ἐπὶ τοῦ ἀλόγως δυσφοροῦντος ἐπὶ τῇ καταστάσει αὐτοῦ καὶ ἐκτραγῳδοῦντος ταύτην πρὸς ἄλλους ἀληθῶς δυσπραγοῦντας, ἀλλ᾽ ὑπομένοντας καρτερικῶς) Πελοπν. (ζ) Κατὰ παράλειψιν τοῦ ρήματος ἐξυπακουομένου ἐκ τῶν συμφραζομένων κοιν.: ᾽Εζύμωνα ψωμί, ἀντὶς μὲ τὸ νερό, μὲ τὸ κρασὶ (δηλονότι ἀντὶς νὰ ζημώνῃ μὲ τὸ νερό). Ἔμπαινε ᾿ς τὸ σπίτι ἀπὸ τὸ παράθυρο ἀντὶς ἀπὸ τὴν πόρτα. ᾿Αντὶς κατὰ μπρὸς πάει κατὰ πίσω κοιν. ’Αντὶς ἐγὼ ἐπῆεν ἐκεῖνος Σύμ. (η) Πρὸς ἐπίτασιν τῆς τελικῆς ἐννοίας ἀντὶ τοῦ συνδέσμου νὰ λέγεται γιὰ νὰ σύνηθ.: ᾿Αντὶς γιὰ νὰ φάγῃ κρέας τρώγει τυρὶ. Ἀντὶς γιˬά νὰ πλερωθῶ ἐπλέρωσα. Ἀντὶς γιˬὰ νά ’ρθω ’γὼ ἦρθες ἐσὺ σύνηθ. Οὕλη μέρα dοὺ gαθουδ’γεύου κ᾿ ἰκει͜ός ἄτζ γιˬὰ νὰ γί' καλύτιρους χειρουτιρεύ’ Ἴμβρ. Ἄτζ γιˬὰ νά ’ρτ’ τοὺ πουρνὸ ἦρτι τοὺ βραδ’ αὐτόθ. 2) Ὡς ἐπίρρ., ἀντιθέτως (ἐκ τῆς ἐννοίας τῆς ἀντικαταστάσεως κατά τινα ἐτυμολογικὴν σπουδὴν) Κέρκ. Παξ. Ρόδ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 138 Ν Κογεβίν. Ἔργα 124 ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 57 καὶ Βιργ. Γεωργ. 10: ᾿Εγὼ σ᾿ ἀγαπάω καὶ σὺ ἀντὶς ὅλο μ᾽ ἀποπαίρνεις Κέρκ. Ἔλεγα πῶς θὰ βρέξῃ κιˬ ἀντὶς εἶναι ξαστεριˬὰ αὐτόθ. Ἔπρεπε νὰ βρέχῃ, ἀντὶς βγῆκε ὁ ἥλιˬος αὐτόθ. Εἶχε πολλὰ πράματα νὰ κάμῃ, ἀντὶς δὲν ἔκαμε τίποτε Παξ. ’Εμίλουν του μὲ τὸ καλὸ κιˬ ἄντις ἐθύμωνεν ’κόμα Ρόδ. Ἡ φύσι τώρᾳ σοῦ φαίνεται σὰν ροδοπράσινη νυφούλλα . . . ἐμένα ἀντὶς μοῦ φανερώνεται σὰν γερασμένη νοικοκυρὰ ΝΚογεβίν. ἔνθ’ ἀν. Μὰ σὺ μοῦ φέρνεις ἀντὶς δυσκολίες Κ.Θεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 57 || Ποιήμ. Καὶ μέγα ἁλώνισμα θὰ ’ρθῇ μὲ τὲς μεγάλες κάψες, ἄν κάμῃ ἀντὶς ἡσκιˬὰ πολλή, τὸ θύμωμα τῶν φύλλων ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 10 Κιˬ ἀντὶς ἐγὼ κρυφὰ κρυφὰ ἐκεῖ ποῦ σὲ φιλοῦσα μέρα καὶ νύχτα σ᾿ ἔσκαφτα, τὴ σάρκα σου ἐδαγκοῦσα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Β) ᾿Εν συνθέσει 1) 'Απέναντι, παραλλήλως πλησίον πολλαχ.: ᾽Αντιβούνιν, ἀντιγώνι, ἀντικούττικας, ἀντικόρδι. 2) 'Αντικατάστασιν κοιν.: ’Αντικλείδι, ἀντιπατέρας. 3) ᾿Αντίθεσιν ἢ ἐναντιότητα κοιν.: ’Αντιγλωσσᾶς, ἀντιγόμαρο, ἀντίθεος, ἀντίλογος, ἀντιμάμαλο, ἀντιμιλῶ, ἀντιπαλεύω, ἀντίπιστος, ἀντίσταυρος, ἀντιστέκω, ἀντιφέγγω, ἀντίχριστος. ᾿Εντεῦθεν καὶ ἀντίκαιρα, ἀντίχρονος ὑπὸ τὴν ἔννοιαν τοῦ κακοῦ. 4) ᾽Αντίρροπον, ἀντιστάθμισμα κοιν.: ᾽Αντίβαρο, ἀντιβασταγός, ἀντιβαστῶ, ἀντιβόηˬθο, ἀντιζύγι, ἀντικορμίζω, ἀντικρατῶ. 5)'Ανταπόδοσιν σύνηθ.: ᾿Αντιβογγῶ, ἀντιβοή, ἀντίγαμος, ἀντίκακο, ἀντικαλημερίζω, ἀντικάλεσμα, ἀντίκαλο, ἀντικάματο, ἀντίλαλος, ἀντίλαμπρο, ἀντίπασχα, ἀντίσπορο, ἀντίφωτα, ἀντίχαρα, ἀντίχαρι. 6) Ἐπανάληψιν πολλαχ.: ᾽Αντιβράζω, ἀντιπερνῶ, ἀντισκαφίζω, ἀντιφιλῶ. 7) Προσθήκην πολλαχ.: ἀντιβέργι, ἀντίθυρα, ἀντίνυφη, ἀντιπροίκι, ἀντιρρίχνω. 8) ’Επίτασιν τῆς ἐννοίας πολλαχ.: Ἀντιδαύλι, ἀντιδέτης, ἀντίζερβα, ἀντιζηλεύω, ἀντίθαμα, ἀντίκρυφα, ἀντιμηνῶ, ἀντίξομπλο, ἀντίξυλο, ἀντίπερα, ἀντιρράβδι, ἀντισακκιˬάζω, ἀντισταυρώνω. 9) Χρονικῶς, πέραν, ἐπέκεινα πολλαχ.: ’Αντιμεθαύριο, ἀντιπροπέρυσι, ἀντίχρονος, ἐντεῦθεν καὶ ἀντιπρόπαππος. 10) Ὑπό τι, ὀλίγον ἐνιαχ.: Ἀντικρυώνω, ἀντισηκώνω, ἀντιφαίνομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/