βαγενᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγενᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βαγενᾶς ὁ, Ἄθ. Ἄθῆν. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Βαμβακ. Καλάβρυτ Κορινθ. Οἰν Τρίκκ.) κ.ἀ. βαενᾶς Ἄθ. Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) κ.ἀ. βαγιˬονᾶς Ἄθ. βαϊνᾶς Ἄθ. Θεσσ. Ἤπ. κ.ἀ. Θηλ. βαγενοῦ Λεξ. Λάουνδ. βαινοῦ Θεσσ. (Ζαγορ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ βαγένι καὶ τῆς καταλ. -ᾶς.

Σημασιολογία

1) Ὁ κατασκευάζων βυτία, βαρέλλια ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἔ’ βαϊνᾶδις ᾽ς τοὺ κιφά’ (ἔχει μεγάλας φροντίδας καὶ στενοχωρίας) Ἤπ. || Παροιμ. Βαγενᾶδες καὶ γαιˬδάροι ǀ ἕνα μῆνα ἔχουν τὴ χάρι (οἱ βαρελλοποιοὶ κατασκευάζουν πολλὰ βαρέλλια τὸν μῆνα Σεπτέμβριον ἐποχὴν τῆς παρασκευῆς τοῦ οἴνου) Ἀθῆν. Συνών. βαρελλᾶς. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπον Βαγενᾶς Ἀθῆν. Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) Βαϊνᾶς Μακεδ. (Βλάστ.) τοπων. Βαγενᾶς Πελοπν. (Βαμβακ.) τοῦ Βαγενᾶ Πελοπν. (Οἰν.) τοῦ Βαϊνᾶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Μοναχὸς ἐν μοναστηρίῳ ἐπιστάτης τῆς οἰναποθήκης Ἄθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/