ἀρχιχρονιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχιχρονιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρχιχρονιˬά ἡ, κοιν. ἀρχιχρον Πόντ. (Κερασ.) ἀρκιχρονιˬὰ Κάρπ. κ.ἀ. ἀρχιχροία Τσακων. ἀρσιχρονιˬὰ Ἀμοργ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχι- καὶ τοῦ οὐσ. χρονιˬά.

Σημασιολογία

1) ᾿Η ἀρχή, ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ ἔτους κοιν.: Καλὴ μέρα, καλὸ χρόνο, καλὴ ἀρχιμηνιˬὰ κιˬ ἀρχιχρονιˬά. (εὐχὴ κατὰ τὴν πρώτην τοῦ ἔτους) Ἄνδρ. ᾎσμ. Ἀρχιμηνιˬὰ κιˬ ἀρχιχρονιˬὰ κιˬ ἀρχὴ καλός μας χρόνος (ὁ πρῶτος τυπικὸς στίχος τοῦ ᾄσμ. τῶν καλάνδων) κοιν. 2) Ἡ πρώτη τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου (ὡς ἀρχὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους) Εὔβ. Κάρπ. Πάτμ. Καλή σας ἀρχιχρονιˬά ! (εὐχὴ δι᾿ ἧς προσαγορεύουν οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι τοὺς νεογάμους κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην) Πάτμ. Πβ. πρωτοχρονιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/