ἀρχιχρονιˬάτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρχιχρονιˬάτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρχιχρονιˬάτικος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀρχιχρονιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάτικος. Παρὰ Σομ. ὁ πληθ. τοῦ οὐδ. ἀρχιχρονιˬάτικα.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἀρχιχρονιˬάν, ἢ ὁ γινόμενος κατὰ τὴν ἀρχιχρονιˬὰν ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀρχιχρονιˬάτικο δῶρο Λεξ. Δημητρ. Τζόγος ἀρχιχρονιˬάτικος (χαρτοπαιξία μὲ μεγάλα χρηματικὰ ποσὰ) αὐτόθ. 2) Τὸ οὐδ. οὐσ., δῶρον πρωτοχρονιάτικον Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/