βαγενόλασπη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαγενόλασπη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαγενόλασπη ἡ, Πελοπν. (Ἀράχ. Ὀλυμπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βαγένι καὶ λάσπη.

Σημασιολογία

1) Ὑπόλειμμα οἰνοδοχείου, τρὺξ ἔνθ’ ἀν. 2) Αἷμα καὶ πῦον ὁμοῦ Πελοπν. (Ὀλυμπ.): Εἶχε ἕνα πόνο κ’ ἔβγαλε ἕνα σωρὸ βαγενόλασπη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/