γαλανισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλανισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαλανισμὸς (ΙΙ) ὁ, Καππ. (Σίλ.) Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γαλανίζω.
Σημασιολογία
1) Λευκότης Κρήτ.: Γαλανισμὸ ὁ κόσμος ἀπὸ τὰ περιστέριˬα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσπράδα 1, γαλανάδα (ΙΙ) 1. 2) Ὡχρότης Κρήτ.: Ποῦ νὰ ’βλεπες τὸ γαλανισμό του! Συνών. γαλανάδα (ΙΙ) 2, χλομάδα. 3) Ἀλλοίωσις, ἀποτριβὴ χρωματισμοῦ ἐπὶ τὸ λευκότερον Καππ. (Σίλ.) Συνών. ξεθώριˬασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA