ἀρχονταλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχονταλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρχονταλίκι τό, Ἄθ. Θήρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀρχουνταλίκ᾿ Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀρχουdαλί᾿ Σάμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρχονταρίκι κατὰ σύμφυρ. τῆς Τουρκ. καταλ. -λίκι.
Σημασιολογία
1) Τὸ μέρος ἢ διαμέρισμα μοναστηρίου ὅπου φιλοξενοῦνται οἱ ξένοι Ἄθ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ.) Συνών. ξενῶνας. 2) Ἡ τάξις τῶν ἀρχόντων Θήρ. Συνών. ἀρχοντολογιˬά, ἀρχοντολόι. Πβ. ἀρχονταρίκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA