γαλανόμαυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανόμαυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλανόμαυρος ἐπίθ. ΓΣουρῆς Ρωμ. ἀρ. 147 ΝΧαλιορ. Ὑδρέικ. θρῦλ. 123 ΠΒλαστοῦ Κριτικ. ταξίδ. 23.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ἐπιθ. γαλανὸς (Ι) καὶ μαῦρος.

Σημασιολογία

Βαθὺς κυανοῦς πρὸς τὸ μέλαν ἀποκλίνων: Μάτιˬα γαλανόμαυρα ΓΣουρῆς ἔνθ᾽ ἀν. Κ’ ἤτανε νὰ τὸ καμαρώνῃς [τὸ καράβι], καθὼς τό βλεπες νὰ σκίζῃ τὰ γαλανόμαυρα νερὰ τοῦ στενοῦ ΝΧαλιορ. ἔνθ᾽ ἀν. Θεόψηλα βουνά πρασινοπόρφυρα βουνὰ ἤ γαλανόμαυρα ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/