ἀντιβαστῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιβαστῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιβαστῶ Πελοπν. (Λακων.) ἀdιβαστῶ Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀντιβαστάζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Ανέχω τι, ὑποβαστάζω βάρος πρὸς ἰσορρόπησιν, ἀντερείδω ἔνθ’ ἀν.: ᾽Αdιβαστῶ τὸ ᾿μιγόμι γιˬὰ νὰ φορτώσῃ τὸ ἄλλο ᾿μιγόμι Κύθηρ. Πβ. Εὐσταθ. ᾿Ιλ. 1933, 37 «οἱ ἀντιβαστάζοντές τι καὶ ἀντερείδουσι». Συνών. ἀναβαστῶ Α 1, βοηˬθῶ. 2) Καθόλου, ὑποβαστάζω, ὑποβοηθῶ ἔνθ’ ἀν.: Βάζω τὸν ὦμό μου κιˬ ἀντιβαστάω Λάκων. Βάνουμε ἀdισηκώματα ν’ ἀdιβαστάξουμε τὴν ἐλα͜ιὰ Κύθηρ. 3) Ὑπομένω βαστάζων, βαστάζω καρτερικῶς ἢ ἐπὶ πλέον Πελοπν. (Λακων.): Μωρὲ ἀντιβάστα! Ὁ γάιδαρος ἀντιβαστᾷ καὶ τὸ δικό μου φόρτωμα (δηλ. πλὴν τοῦ ἤδη βασταζομένου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/