γιˬατσώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬατσώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬατσώνω Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Κέρκ. (Σιναρᾶδ. κ.ἀ.) Κέως. Μαθράκ. Μῆλ. Ὀθων Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬάτσο, κατὰ τὰ συνών. κρυώνω, παγώνω.
Σημασιολογία
1) Μετβ., ψύχω, παγώνω τινὰ Ἐρεικ. Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κερκ. Μαθράκ Ὀθων.: Μᾶς ἐγιˬάτσωσε ὁ χειμῶνας Μαθράκ Τώρα τὸ χινόπωρο τὰ βράδυˬα γιˬατσώνει Ἐρεικ. Γιˬατσώνει σήμερα, φυσάει βοριˬᾶς Ὀθων. 2) Ἀμτβ., ὑφίσταμαι ψῦξιν, κρύσταλλοῦμαι Ἀντίπαξ. Ζάκ. (Μαχαιρᾶδ.) Κέρκ. (Σιναρᾶδ. κ.ἀ.) Κέως Μῆλ Παξ.: Ἐγιατσώσανε τὰ πόδια μου ἀπὸ τὸ κρύο Κέρκ. Σήμερα ἐγιˬατσώσαν τὰ χέριˬα μου Παξ. β) Ἐπὶ φυτῶν, ὑφίσταμαι τῆν ἐπήρειαν τοῦ ψύχους, μαραίνομαι Μῆλ.: Μὲ τὴ bάχνη π᾿ ἔπεσ’ ἐχτὲς τὸ πρωΐ, ἐγιˬατσώσανε τὰ σπαρμένα. Ἐγιˬατσώσανε οἱ ελιˬές.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA