γαλανόφυλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλανόφυλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαλανόφυλλος ἐπίθ. ΓΔροσίν. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 82.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαλανὸς (Ι) καὶ τοῦ οὐσ. φύλλο.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων φύλλα γαλανά: Ποίημ. Κ᾽ οἱ γαλανόφυλλες ελα͜ιὲς | πολύκαρπες λυγίζουν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/